Επειδή η ζωή δεν είναι τηλεοπτική διαφήμιση όλοι οι άνθρωποι δεν βιώνουν τις μέρες των Χριστουγέννων με τον ίδιο τρόπο, ούτε οι γιορτές έχουν για όλους την ίδια αξία, το ίδιο νόημα, και τους ίδιους συμβολισμούς. Αυτό που για κάποιους αποτελεί ένα ευχάριστο διάλειμμα για ορισμένους δεν είναι παρά μία ενοχλητική διακοπή της καθημερινότητας, ενώ για άλλους είναι πηγή αβάσταχτης μελαγχολίας. Για τους περισσότερους από μας ίσως δεν είναι παρά μια ανακουφιστική παύση σε όσα δυσάρεστα ζούμε το τελευταίο διάστημα, μια ευκαιρία να βγούμε εκτός χρόνου, όχι για να κάνουμε μια νέα εκκίνηση, μα για να ‘παγώσουμε’ για λίγο τη ροή του.
Πολλοί παραδέχονται ότι αυτές τις μέρες «χάνουν κάπως το μέτρο» πίνοντας, τρώγοντας και λιώνοντας τις σόλες τους στα καταστήματα. Λίγοι όμως είναι αυτοί που θα σου πουν ότι τα κάνουν όλα αυτά λόγω ψυχικής ευφορίας. Κάποιοι απλά πιστεύουν ότι είναι υποχρέωσή τους να δώσουν το παρόν στις γιορτές φίλων και συγγενών. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι προσπαθούν να ξορκίσουν, με φαγοπότι, αγορές, και διασκέδαση τις μαύρες σκέψεις που τους βυθίζουν στην κατάθλιψη. Και κάποιοι άλλοι απλά γνωρίζουν ότι η υπερβολική κατανάλωση φαγητού κι αλκοόλ είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να ναρκώσεις τα συναισθήματά σου.
Λόγω των σφοδρών οικονομικών αλλαγών, το πνεύμα των Χριστουγέννων έχει ενδυθεί ένα νέο σχήμα. Η συνηθισμένη προτροπή στις καταναλωτικές κοινωνίες την εορταστική περίοδο είναι «ξοδέψτε δίχως πολλές αναστολές, ώστε να κινηθεί η τοπική αγορά». Φέτος, όμως, η λογική απόφαση ότι δεν πρέπει να κάνουμε περιττά έξοδα, ερμηνεύθηκε στην πράξη, μ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, όπως θα μπορούσε να διαπιστώσει οποιοσδήποτε γύριζε την Αθήνα τις εβδομάδες των εορτών: από την «παραλία» της Πειραιώς, ως τα μισοφωτισμένα μπαράκια της Καρύτση, κι από τις νεο-ταβέρνες του Χαλανδρίου, ως τα ουζερί της Ζέας, όλα τα γνωστά στέκια διασκέδασης έσφυζαν από ζωή (για να μην μιλήσουμε για τα γεμάτα κομμωτήρια και τα «μανικιούρ-πεντικιούρ»). Αντιστρόφως, η προσέλευση του κοινού στις πενήντα επτά γκαλερί της Αθήνας που αυτό το μήνα ανέβαζαν πρωτότυπες εκθέσεις, ή στις εκατοντάδες αίθουσες όπου θεατρικές ομάδες δοκιμάζονται σε κλασικές και σύγχρονες παραστάσεις, ήταν -με λίγες εξαιρέσεις- πολύ μειωμένη. Αντίστοιχα, τα πολυκαταστήματα υπερχείλιζαν από επισκέπτες, την στιγμή που οι βιβλιοπώλες του κέντρου παραπονιούνται για την ιδιαίτερα περιορισμένη κίνηση νέων τίτλων ακόμη και καταξιωμένων, ή προβεβλημένων συγγραφέων, «λόγω της οικονομικής κρίσης».
Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν η οικονομική κρίση προσφέρει σε αρκετούς συμπολίτες μας την ευκαιρία να απολαύσουν χωρίς τύψεις αυτά που πραγματικά επιθυμούν -την διασκέδαση σε μπαρ κι εστιατόρια- χωρίς να πιέζουν τους εαυτούς τους να εμπλακούν σε ασχολίες που ούτως ή άλλως τους αφήνουν αδιάφορους το υπόλοιπο έτος, αφού δεν υπήρξαν ποτέ μέρος της κουλτούρας τους, όπως το θέατρο, οι τέχνες, ή το βιβλίο. Μήπως γι αυτό ο πολιτισμός στη χώρα μας, σε περιόδους οικονομικής πίεσης, δέχεται συνήθως τόσο ισχυρό πλήγμα;