Τα εγκλήματα που η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ως πιο αποτρόπαια, αφορούν αθώα παιδιά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γίνονται θύματα κάποιου διαταραγμένου παιδόφιλου ή δολοφόνου. Υπάρχει όμως ένα είδος εγκλήματος, το πιο ακραίο από όλα, αυτό που το μυαλό απωθεί αφού αδυνατεί να το συλλάβει και να το αναλύσει: το έγκλημα όπου όχι μόνο το θύμα αλλά και ο θύτης είναι παιδί.
Τι οδηγεί έναν δεκατριάχρονο στο έγκλημα; Πριν βιαστούμε να απαντήσουμε ας αναλογιστούμε καταρχάς ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως λέγεται, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί για φόνο. Πίσω από ένα τέτοιο συμβάν υπάρχει ένα συγκεκριμένο ‘ιστορικό’, ένας μοιραίος συνδυασμός παραγόντων, που προκαλεί την αποτρόπαια πράξη.
Η αιτία δεν είναι ποτέ μονοδιάστατη όπως, αναγκαστικά ίσως, παρουσιάζεται στα αστυνομικά δελτία. Το να αποφανθεί κάποιος ότι πίσω από τη δολοφονία των δύο αγοριών στην Ηλεία κρύβεται η αρρωστημένη ζήλια του ανήλικου θείου τους, μας δίνει βέβαια κάποια εξήγηση αλλά ταυτόχρονα συσκοτίζει αλήθειες που θα έρθουν ή δεν θα έρθουν στο φως εν καιρώ. Συναισθήματα που μπορεί να βιώσει ο καθένας, όπως ζήλια, θυμός, αίσθηση απόρριψης, στενοχώρια, ‘δαιμονοποιούνται’ λες και είναι ικανά από μόνα τους να οδηγήσουν σε αποτρόπαιες πράξεις. Το θέμα είναι με ποιο τρόπο χειριζόμαστε και πώς αντιμετωπίζουμε αυτά τα συναισθήματα, που όλοι κάποιες στιγμές νιώθουμε, ώστε να βρουν φυσιολογικούς τρόπους έκφρασης.
Η πιθανότητα χρόνιας ψυχικής ασθένειας που αγνοείται από το περιβάλλον και συνεπώς δεν αντιμετωπίζεται με τις μεθόδους της σύγχρονης ψυχιατρικής, κάποιου είδους κακοποίηση -ψυχική ή σωματική – που καλύπτεται από το γνωστό πέπλο σιωπής που απλώνεται πάνω από την ελληνική επαρχία, η αδιαφορία μιας ολόκληρης κοινότητας για μία οικογένεια ή ένα μέλος της που όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι ‘στα καλά του’, μα κανείς δεν θεωρεί ότι έχει υποχρέωση να κάνει κάτι γι αυτό, αποτελούν προς το παρόν ορισμένες μόνο εύλογες εικασίες.
Το σίγουρο είναι ότι η ψυχική ασθένεια αποτελεί ακόμα στην χώρα μας ταμπού, με αποτέλεσμα κάτι που ξεκινά ως απλό πρόβλημα που αντιμετωπίζεται σχετικά εύκολα, να αλλάζει μορφή, να διαιωνίζεται και να οδηγεί κάποιες φορές σε πράξεις τραγικές. Η απουσία ειδικών της ψυχικής υγείας από τα δημόσια σχολεία, όπου θα μπορούσαν να παρέχουν άμεσα και εγκαίρως την στήριξη που μπορεί να χρειάζονται παιδιά ή οι οικογένειές τους, είναι η καλύτερη ένδειξη ότι η κοινωνία μας παραμένει ανοχύρωτη μπροστά σε τέτοιου είδους κρούσματα.
Η οικογενειακή θεραπεία, την εποχή της οικονομικής κρίσης, αποτελεί δυστυχώς πολυτέλεια, ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία. Άτομα με χρόνια ψυχικά προβλήματα και δυσλειτουργίες αντί να αναζητούν με την αρωγή των δικών τους, βοήθεια από τους ειδικούς, περιμένουν από το περιβάλλον να αποδεχτεί τις ‘ιδιαιτερότητές’ τους και να προσαρμοστεί σε αυτές.
Ακόμη και το γεγονός ότι τα δύο παιδιά ήταν Βουλγαρικής υπηκοότητας μπορεί να δώσει το εύκολο άλλοθι σε όσους αρέσκονται να εθελοτυφλούν για να σκεφτούν ότι το έγκλημα που έγινε στην Ηλεία ήταν ένα τυχαίο περιστατικό που δεν μας λέει τίποτα για την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία. Η αλήθεια όμως είναι ότι η ενδοοικογενειακή βία σε όλες τις εκφάνσεις της αυξάνεται ανησυχητικά και στη χώρα μας — και κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών.
Όπως λένε οι Άγγλοι: ‘it takes a whole village to raise a child’, δηλαδή χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί — και μέρος αυτού του χωριού είμαστε όλοι.