Η πρόσφατη δολοφονική επίθεση στο εβραϊκό σχολείο της Τουλούζ από τον Γάλλο Μοχάμεντ Μερά που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός ραβίνου, αρκετών μαθητών, δύο αστυνομικών και λίγες μέρες αργότερα του ίδιου του θύτη, αναστάτωσε την κοινή γνώμη στη Γαλλία, το Ισραήλ και ολόκληρη την Ευρώπη. Με αφορμή το φρικτό συμβάν ο Νικολά Σαρκοζί πρότεινε να κριθούν παράνομα τα ηλεκτρονικά δίκτυα όπου μπορεί ο καθένας να αντλήσει εύκολα πληροφορίες για τρομοκρατικές ενέργειες, κατασκευή μολότοφ κ.λπ. αλλά και οι ιστοσελίδες που υπό τη μορφή φόρουμ πολιτικών συζητήσεων υποκινούν τους πολίτες σε βίαιες πράξεις.
Ο Σαρκοζί υποστήριξε ότι η ύπαρξη τέτοιου είδους ιστοσελίδων είναι τουλάχιστον τόσο επιζήμια για την δημόσια ασφάλεια, όσο τα παιδοφιλικά sites που αναρτούν πορνογραφικό υλικό με ανηλίκους. Η πρόταση του έφερε και πάλι στην επικαιρότητα το ζήτημα της ‘σωστής’ χρήσης του ίντερνετ και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, καθώς από αρκετούς η αντίδρασή του έχει ήδη κριθεί υπερβολική –ή απλά άλλη μία όψη της ψηφοθηρικής του μανίας.
Άλλωστε, τονίζουν οι διαφωνούντες, ακόμα κι αν η χρήση και η δημιουργία τέτοιων σελίδων κριθεί παράνομη από τη δικαιοσύνη της Γαλλίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, κυκλοφορούν πολλά βιβλία με περιεχόμενο που προάγει τη βία και τη μισαλλοδοξία ανάμεσα σε διαφορετικές, κοινωνικές, θρησκευτικές ή φυλετικές ομάδες. Αν θεσμοθετηθεί η απαγόρευση των ιστοσελίδων όπου, παραδείγματος χάρη, ακροδεξιά στοιχεία εκτονώνονται βρίζοντας χυδαία, παραποιώντας ιστορικές αλήθειες ή επιστημονικά δεδομένα, κι απειλώντας τους υπαρκτούς ή φανταστικούς αντιπάλους τους με συγκεκριμένα ‘αντίποινα’, τι θα μας σταματήσει από το να απαγορεύουμε και την κυκλοφορία επικίνδυνων βιβλίων; Μήπως οδηγούμαστε σε μία φάση όπου θα κριθεί απαραίτητη η απαγόρευση της διακίνησης βιβλίων, όπως ο ‘Αγών μου’ του Χίτλερ, που αναμφισβήτητα προάγουν το φυλετικό μίσος και τη βία, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα σημαντικά ντοκουμέντα για την κατανόηση της σύγχρονης ιστορίας; Και αν ναι, τι σημαίνει αυτό για την ελευθερία και τα δημοκρατικά ιδεώδη μας;
Ας σκεφτούμε τι συμβαίνει στη χώρα μας. Φαίνεται ότι η χρονική στιγμή που η πολιτεία θα συνειδητοποιήσει την σημασία που έχει η αυστηρή διαχείριση των πληροφοριών για τρομοκρατικές πράξεις, δεν έχει φτάσει ακόμα, όπως αποδεικνύεται από το πρόσφατο παράδειγμα της ομάδας που αυτοαποκαλείται “12 Φλεβάρη” και ισχυρίζεται ότι τοποθέτησε τον εκρηκτικό μηχανισμό στο μετρό του Αιγάλεω στις 25 Φεβρουαρίου. Η αναφορά στην προκήρυξη της ομάδας που πρωτοδημοσιεύτηκε στο ίντερνετ και η αναπαραγωγή της από ραδιοφωνικούς σταθμούς και τηλεοπτικά κανάλια δείχνει το λιγότερο ανευθυνότητα. Στο όνομα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, η προκήρυξη ενός βίαιου, αντικοινωνικού γκρουπ ατόμων που κινούνται στα όρια της ψυχοπαθολογίας, δεν σέβονται τις δομές της δημοκρατικής συνύπαρξης, κι απαξιώνουν την ανθρώπινη ζωή χάριν των ιδεολογικών τους εμμονών, φτάνει ανεμπόδιστη στα αυτιά των πολιτών. Πιστεύω ότι καμία τρομοκρατική ομάδα δεν θα πρέπει να θεωρεί δεδομένο ότι χάρη στην δίψα των ΜΜΕ για τηλεθέαση, θα βρει το τέλειο βήμα αναμετάδοσης των απόψεών της.
Υπάρχει δυστυχώς μία σοβαρή σύγχυση μεταξύ της ορθής αρχής ελεύθερης διακίνησης ιδεών και της ανοικτής και δημοκρατικής συζήτησης κάθε άποψης, όσο ακραίας κι αν ακούγεται, αφενός, και της προτροπής σε εγκληματικές πράξεις υπό το κάλυμμα μιας οποιασδήποτε ‘επαναστατικής ιδεολογίας’, αφετέρου.
Η μηχανική επανάληψη των όσων οι ίδιοι οι τρομοκράτες προσφέρουν στη δημοσιότητα, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη σοβαρή και χρονοβόρα δημοσιογραφική έρευνα. Γενικότερα μιλώντας, οι λεπτομέρειες που μεταδίδονται για το παρελθόν, τις συνήθειες, τις πεποιθήσεις όσων μετέχουν σε τρομοκρατικές ενέργειες έχουν αναμφισβήτητα ενδιαφέρον για την αντιτρομοκρατική, τους εγκληματολόγους και τους κοινωνικούς επιστήμονες, πιστεύω όμως ότι η άκριτη και γεμάτη ‘ζουμερές λεπτομέρειες’ γνωστοποίησή τους στο ευρύ κοινό, δεν ωφελεί καθόλου την διαλεύκανση των εγκλημάτων. Αντιθέτως, η απαγόρευση της αναπαραγωγής τέτοιων στοιχείων, ίσως αποτρέψει τους θαυμαστές παρόμοιων πράξεων από το να γίνουν μιμητές τους.
Οι τρομοκράτες στερούν τη ζωή από τα θύματά τους. Εμείς θα πρέπει τουλάχιστον να τους στερούμε την φωνή –την δυνατότητα, δηλ. να χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς της δημοσιότητας για να διαδώσουν τις πρακτικές τους.