Όσοι έχετε δει την ταινία «Μαθήματα Αμερικάνικης Ιστορίας» σίγουρα θα θυμάστε τη σκηνή με το βιασμό του Έντουαρτ Νόρτον στη φυλακή. Η εικόνα ήταν σοκαριστική. Μικρό παιδί σαν ήμουν, είχα ανατριχιάσει ολόκληρος. Λες και η ανατριχίλα προερχόταν μέσα από το δέρμα μου. Τι κι αν έχουν περάσει δέκα τέσσερα χρόνια από την πρώτη φορά που την είδα, όποτε φέρνω τη σκηνή στο μυαλό με κυριεύει το ίδιο συναίσθημα. Φόβος. Ένας αναθεματισμένος φόβος που κοκαλώνει τις σκέψεις και παγώνει το αίμα. Φόβος για να μη μου συμβεί κάτι στη ζωή που δεν θα μπορώ να το ξεχάσω. Το ξέρω ότι οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν αυτά που φοβούνται, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άλλοι πρέπει να τους θυμίζουν τις τραυματικές εμπειρίες. Η άρνηση της λήθης δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τιμάς το παρελθόν.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά ισχυριζόταν ότι το τραύμα είναι σαν μια ανοιχτή πληγή – ένα αποτύπωμα στη ψυχή που δεν κλείνει ποτέ, σαν σεισμικό ρήγμα που παραμένει πάντα ενεργό. Χθες, πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη πορεία μνήμης για τα εβδομήντα χρόνια από την αναχώρηση του πρώτου συρμού για το στρατόπεδο του Άουσβιτς. Οι επιζώντες από τη φρίκη του στρατοπέδου πρέπει να ένιωσαν στο δέρμα τους χιλιάδες μετασεισμούς από το τραύμα της παραμονής στο ανθρώπινο κολαστήριο. Οι φωτογράφοι σπρώχνονταν μπροστά τους για να αιχμαλωτίσουν τη συγκίνησή τους. Οι δημοσιογράφοι τους ρωτούσαν συνέχεια τα ίδια και τα ίδια – πόσο χρονών πήγατε, με ποια αποστολή, πότε επιστρέψατε, πώς επιβιώσατε, ποιος ήταν ο αριθμός σας στο στρατόπεδο. Ερωτήσεις που σταύρωναν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κυνηγούσαν δυο δηλώσεις για να φτιάξουν την ιστορία του κάθε πορτρέτου. Κανένας σεβασμός στον πόνο. Τους ενοχλούσαν ακόμη κι όταν όλοι σιωπούσαν για να τιμήσουν τα 50.000 θύματα. Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κάποιοι επιζώντες έδειχναν να το απολαμβάνουν: χαμογελούσαν ευτυχισμένοι πάνω από τη σημαία του Ισραήλ κι έκαναν δηλώσεις με τόση ευκολία, λες και μοίραζαν αυτόγραφα.
Η πορεία ξεκίνησε από την πλατεία Ελευθερίας και κατέληξε στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Στη διαδρομή περάσαμε μπροστά από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής – δυο κλούβες, διμοιρίες των Μ.Α.Τ και μπόλικοι αστυνομικοί βρίσκονταν εκεί για την αποφυγή επεισοδίων. Οι χρυσαυγίτες, έλειπαν. Ωστόσο, είχαν φροντίσει να ζωγραφίσουν στους τοίχους ναζιστικούς σταυρούς. Τρομερό πως το παρελθόν και το παρόν συναντιούνται πάνω σε ένα σύμβολο. Όταν μπήκα στο σταθμό, συνάντησα καμιά διακοσαριά άδειες λευκές καρέκλες. Νόμισα ότι κάθονταν σε σειρά τα φαντάσματα των θυμάτων. Λίγο αργότερα, γέμισαν με προσκεκλημένους. Ο Ισραηλινός πρέσβης έψαχνε να φωτογραφηθεί μαζί με τον Γιάννη Μπουτάρη, να μοιραστούν τη συγκίνηση της εκδήλωσης. Μα, φυσικά, η Θεσσαλονίκη έχει επενδύσει τουριστικά στους τουρίστες από τη γη της Επαγγελίας. Χαιρετούρες πολιτικών -ήταν κι άλλοι- με φόντο τις ράγες που οδηγούσαν τον κόσμο απευθείας στην κόλαση.
Στο τέλος, επιζώντες και παρευρισκόμενοι, πέταξαν λουλούδια πάνω στις ράγες. Τα 50.000 θύματα είναι πολλά. Για την ακρίβεια, ο αριθμός δεν χωράει στα σύνορα του μυαλού. Όπως δεν χωράει κι ο επαναλαμβανόμενος βιασμός των επιζώντων, με τις χιλιάδες ερωτήσεις. Δε ξέρω κατά πόσο τα δάκρυα στα μάτια τους ήταν από τη φόρτιση της στιγμής ή αν το τραύμα μέσα τους είναι ακόμη ενεργό. Ντράπηκα να τους ρωτήσω. Αλλά δεν έχει και καμία σημασία. Όλοι είμαστε επιζώντες με αναστολή. Με τη διαφορά, ότι κάποιοι έχουν πεθάνει ήδη μια φορά.