Η πρώτη μου σκέψη ήταν: τώρα τι θέλεις, ρε Σταύρο, να κάνουμε τους προφήτες;
Η διαδικασία της πρόβλεψης του μέλλοντος – και μάλιστα όχι του ορατού, που θα έρθει αύριο ή μεθαύριο, αλλά του μακρινού – είναι κάτι εντελώς έξω από τη δουλειά μας. Κάθομαι στο γραφείο μου και κοιτάζω το υπερπέραν. Πίσω από τους τοίχους και τα ορθογώνια τζάμια. Πίσω από τις γκρίζες πολυκατοικίες, που ξέρω ότι βρίσκονται ακριβώς από πίσω, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πίσω από τον συννεφιασμένο ουρανό της Αθήνας, παραμονή Χριστουγέννων. Πέρα κι από τον στενό ορίζοντα αυτής της πόλης, που λαχανιάζει πασχίζοντας να ρουφήξει αέρα για να μη σκάσει μέσα στην αιθαλομίχλη της.
Να σου πω τι βλέπω: Πίσω από όλα, βλέπω καθαρά το άγνωστο που πλησιάζει. Έρχεται με ορμή και με θόρυβο. Μοιάζει από μακριά με ανεμοστρόβιλο. Μπορούμε να κουλουριαστούμε, να λουφάξουμε, ή να σηκώσουμε το κεφάλι και να το κοιτάξουμε στα μάτια. Δεν μπορούμε να κρυφτούμε, γιατί έρχεται να μας συναντήσει όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα σημαίνει αυτό για τον καθένα από εμάς, αλλά μπορώ να φανταστώ μερικά επεισόδια από το κοινό μας μέλλον. Μπορώ να δω από τώρα, την καθημερινότητά μας να παίρνει διαφορετικό σχήμα. Δουλεύουμε όλο και σκληρότερα, αγωνιούμε όλο και περισσότερο, φοβόμαστε όλο και συχνότερα, χαμογελάμε όλο και λιγότερο, ενθουσιαζόμαστε όλο και σπανιότερα, αισιοδοξούμε ελάχιστα. Πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτό; Εγώ λέω, καθόλου. Έρχεται σύγκρουση; Φοβάμαι πως ναι. Είναι βέβαιο ότι θα είναι καταστροφική; Δεν το ξέρω, αλλά ελπίζω πως όχι. Βρισκόμαστε στη μέση μίας διαδρομής, ως κοινωνία. Πλησιάζει η στιγμή που θα διαλέξουμε, αν θα συνεχίσουμε, ή θα σκίσουμε τον χάρτη για να τον σχεδιάσουμε από την αρχή.
Εδώ δεν στέκεται πια καμία πανάκεια, κανένα δόγμα και καμία νομοτέλεια. Το κοντέρ μηδενίζει και τα πάντα κρίνονται από την αρχή. Πρόσωπα που εμείς, μέσα στην αφέλεια και στην ανευθυνότητά μας, αναδείξαμε “καίγονται” – τα βλέπουμε να λαμπαδιάζουν και να θρυμματίζονται σαν χαρτοπετσέτες στο τζάκι, όλο και συχνότερα από βδομάδα σε βδομάδα. Δήθεν ηγέτες, ενός κοπαδιού από πρόβατα, που απλώς ακολουθούσαν με το κεφάλι σκυμμένο μασουλώντας ανέμελα κουτόχορτο. Δήθεν ιδεολόγοι, που αποδεικνύονται κυνικοί συμφεροντολόγοι. Και δήθεν επαναστάτες, που αντιγράφουν πιστά δικτατορίσκους. Δεν θέλω να γράψω μία έκθεση ιδεών, που να θυμίζει σχολική έκθεση, αλλά βλέπω γύρω μου ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, να στρέφονται μοιραία στα μοναδικά στηρίγματα που τους απομένουν. Στην οικογένεια και στους αληθινούς φίλους τους.
Να σου πω τί βλέπω: το τέλος αυτού που γνωρίζουμε και την αρχή του καινούριου, που θα είναι πολύ διαφορετικό και θα γεννηθεί με οδύνες. Αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω, γιατί θα το διαμορφώνουμε κάθε μέρα με σκληρό αγώνα και με πολύ κόπο – πολύ φοβάμαι και με βαρύ κόστος.