Τώρα που αποφάνθηκε η κορυφαία συνδικαλιστική οργάνωση των δημοσιογράφων, η τριτοβάθμια ΠΟΕΣΥ, το γνωρίζω: είμαι ένα άθλιο παπαγαλάκι των Μνημονίων και όλων των συναφών αμαρτωλών πραγμάτων και ιδεών. (Βέβαια, προσωπικά δεν συνδικαλίζομαι. Οπότε πληρώνω από την τσέπη μου τα φάρμακα και την περίθαλψή μου, πράγμα που τώρα που έρχονται τα γεράματα δεν μου ακούγεται τόσο καλή ιδέα όπως παλιότερα, οπότε το θεωρούσα έμπρακτη εναντίωση στον παραλογισμό τού να εξαρτάται η περίθαλψή σου από την συμμετοχή σου σε συνδικάτο. Όμως αυτή είναι άλλη ιστορία).
Γνωρίζω ότι τώρα, που καταφθάνει η Ανγκελα Μέρκελ – «η Γερμανίδα» κατά την ΠΟΕΣΥ, λέξη που προφέρεται με την ίδια ακριβώς ρατσιστική σιχασιά με την οποία οι Bild και οι FOCUS του κόσμου τούτου μιλούν για τους «die Griechen», οι δε δικοί μας Χρυσαυγίτες για «τους Μαύρους» που έχουν κατακλύσει την υπερήφανη Ελλάδα μας – «οφείλω» ως δημοσιογράφος να μην καλύψω το γεγονός. Δηλαδή οφείλω να συμφωνήσω ότι η σιωπή, η απόκρυψη, η απουσία από τα γεγονότα αποτελεί την «σωστή» δημοσιογραφική στάση. Και αν δεν συμφωνήσω, «οφείλω» να υποταγώ, να ακολουθήσω βελάζοντας το υπερήφανο κοπάδι.
Γνωρίζω επίσης ότι η διαδρομή μου στην παρακολούθηση της τόσο δύσκολης υπόθεσης των σχέσεων της Ελλάδας με την «Ευρώπη» και την Τρόϊκα είναι αμαρτωλή. Το αστείο είναι ότι, με αρκετούς ακόμη συνέλληνες και κάποιους δημοσιογράφους, είχα εξαρχής τις αμφιβολίες μου αν το διαβόητο πρώτο Μνημόνιο, ύστερα το πρώτο Μεσοπρόθεσμο, ήταν πολύ, μα πολύ αμφίβολο αν θαβγαιναν πέρα – αν θάμενε όρθια η πραγματική οικονομία ώστε να προκύψει εφικτή η δημοσιονομική διόρθωση. Τουλάχιστον άμα δεν γινόταν – ήδη, τότε , εξαρχής – κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους (ξέρετε, τόσο που και η λέξη μόνο «αναδιάρθρωση» εθεωρείτο αμαρτία). Ύστερα, αισθανόμουν – και το γραφα δημόσια και ενυπόγραφα : δημοσιο-γράφος, γαρ – ότι το ένδοξο PSI , όσο κι αν ήταν απαραίτητο, και προέκυπτε από τρικομματική συναίνεση, δεν θα μας έβγαζε πέρα. Πιο μετά, μετά από διπλή και βασανιστική εκλογική αναμέτρηση – ξέρετε, που πάμε όλοι «ο κυρίαρχος λαός» και κάνουμε κάτι μυστήρια πίσω από το παραβάν, και βγαίνει θεσμισμένη εξουσία – θεωρούσα, και τάγραφα πάλι, ότι όλα τα ταξίματα και οι «κόκκινες γραμμές» και οι «επαναδιαπραγματεύσεις» δεν οδηγούσαν πουθενά, χωρίς είτε πρόσθετο χρόνο, είτε πρόσθετη αναδιάρθρωση, είτε και τα δύο.
Σ’ όλη δε αυτήν την βασανιστική διαδρομή, πάντα θεωρούσα – γιατί πάντα έτσι ήταν! – ότι άμα ο ως άνω κυρίαρχος λαός το αποφάσιζε, άμα δεχόταν και τις συνέπειες – ΑΜΑ! – τότε ο δρόμος της ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας, συνολικά της ανάκτησης της ευθύνης του που θα μου βγει το μέλλον, μπορεί να είχε νόημα. Όχι ψέματα, όχι νιαουρίσματα, όχι και ανόητα συνθήματα «κανείς δεν μπορεί να μας κουνήσει, αν εμείς δεν το επιλέξουμε».
Και τώρα, τώρα που πιστεύω ότι με την πελώρια σπατάλη πολιτικού και κοινωνικού κεφαλαίου – κυρίως το δεύτερο: η κοινωνία είναι που πληρώνει, οι πολιτικοί παγίως εισπράττουν (δόξα, ρόλο, λίστες , όλα τα καλά!) – που έχει γίνει επί δυόμιση χρόνια είναι πολιτικά αχρείο να πεταχτούν όλα στα σκουπίδια χωρίς να αποφανθεί (πάλι) ο «κυρίαρχος λαός», τώρα μαθαίνω ότι είμαι ένα άθλιο παπαγαλάκι του Μνημονίου, αν μη (υποθέτω) μίσθαρνο όργανο της Madame Mέρκελ. Να τις χαιρόμαστε τις δημοσιογραφικές ηγεσίες.