Είναι άλλη μια μέρα στον δρόμο. Ξημερώνει πάλι, ξημερώνει και προσπαθώ να φτάσω στη δουλειά, ο ήλιος δεν έχει βγει, στον δρόμο έχουν βγει όλοι με τα αυτοκίνητά τους, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς έχουν -ξανά- απεργία.
Στον σταθμό που εργάζομαι μεταδίδεται η είδηση της απεργίας, να οι οδηγοί, οι μηχανοδηγοί, το σωματείο τους, «πάμε για διαρκείας, ο αγώνας τώρα δικαιώνεται», τα ακούς και νιώθεις τη μελαγχολία του φυλακισμένου. Νιώθεις ότι η ζωή είναι εκεί έξω και θέλει να πετάξει, εσύ θέλεις να τρέξεις μαζί της, αλλά περιορίζεσαι σε μικρά εγκεφαλικά που βγαίνουν με πρώτη-δευτέρα στο κιβώτιο ταχυτήτων του αυτοκινήτου σου.
Το δελτίο κίνησης σε αφορά, είσαι μέρος της ιστορίας αυτής, είσαι κομμάτι του μποτιλιαρίσματος που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου. Η ουρά των αυτοκινήτων στη Μεσογείων ανήκει σε ένα τεράστιο τέρας που δεν το βλέπεις, αλλά το νιώθεις. Είναι κάπου εκεί μπροστά, περιμένει να σε καταπιεί – και θα το κάνει. Οι φωτεινές πινακίδες, που παρέχουν χρηστικές πληροφορίες, σε ενημερώνουν ότι για το Σύνταγμα χρειάζεσαι 25 λεπτά. Είναι ήδη σχεδόν 8, θα είσαι τυχερός αν φτάσεις στον προορισμό σου στις 8:30. Αν βρεις γρήγορα και να παρκάρεις…
Μισή αλήθεια περιγράφουν τα δελτία κίνησης. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μιας εκφώνησης αναφέρονται μόνο οι δρόμοι που έχουν πήξει. Δεν μπορούν, δεν είναι του χαρακτήρα των ενημερωτικών δελτίων κίνησης-ακινησίας να περιγράψουν τα συναισθήματα των «ελεύθερων πολιορκημένων». Τα ακούς και είσαι πακτωμένος ανάμεσα σε λαμαρίνες, είσαι άλλος ένας οδηγός μέσα σε ένα αυτοκίνητο, στη σειρά. Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.
Πώς περνάει η ώρα; Χαζεύω την απέναντι λωρίδα κυκλοφορίας. Το ρεύμα προς την Αγία Παρασκευή είναι άδειο, δεν υπάρχει κάποιος θεός για να επιληφθεί, έχει μπλέξει σε οδικά παιχνίδια με τον… εξαποδώ. Κάνω ευχές, θα ήθελα να είμαι κάπου εκεί δίπλα στον Δημόκριτο και να κάνω βόλτες, να πίνω καφέ, να γελάω, να είμαι ανέφελος, όπως θα ήθελα τον ουρανό σήμερα.
Κάπου κάπου, στην άνοδο, περνάει κάποιο αυτοκίνητο με πολλά χιλιόμετρα στο κοντέρ, σαν να μας περιπαίζει, σαν να γελάει με την ακινητοποιημένη πάρτη μας, κι εγώ ταξιδεύω παράλληλα με τα αυτοκίνητα που χάνονται. Όταν «κάθεται» από την άλλη πλευρά κάποιο φανάρι, συναντιέμαι με τις αγουροξυπνημένες φάτσες, τις άξαφνες φιγούρες των απέναντι οδηγών που φωτίζονται για κλάσματα δευτερολέπτου και χάνονται κι αυτές. Είναι τα μοναχικά πρόσωπα των δρόμων, είναι οι singles της ασφάλτου, σαν one night stand που δεν θα ξαναδώ, δεν θα ξαναδείς, «σκάσε και οδήγα».
Οδήγησε και σκέψου. Ό,τι θες. Όταν είμαι (και) στο αυτοκίνητο, τα μάτια μου πέφτουν στα πρόσωπα που φιλοξενούνται στα αυτοκίνητα δίπλα μου, τσουλάω σαν σαλιγκάρι και συνεχίζω να φτιάχνω ιστορίες. Αυτός χώρισε, εκείνη τσακώθηκε μαζί του, τον εγκαταλείπει και δεν το ξέρει: Ούτε αυτός, ούτε εκείνη. Ο άλλος τη σκέφτεται και έχει το χαμόγελο του Γκάρφιλντ, η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να 'ρθει, αλλά «πήξε, τώρα». Κάτω από τον εσωτερικό καθρέπτη προβάλλω τα δικά μου κινηματογραφικά έργα στο παρμπρίζ, ταινίες που δεν θα παίξει κανένα σινεμά, είναι ιδιωτικές προβολές, σόρι.
Κάνω διάφορες σκέψεις, όπως κι εσύ, όταν παίζει πήξιμο στους οδικούς άξονες. Μου περνάει από το μυαλό να αγοράσω ξανά μια μοτοσικλέτα, αλλά η σημερινή υγρασία κάνει παλιές προβολές πτώσης και ατυχήματος πάνω στο πονεμένο μου γόνατο και μου θυμίζει τι είχα πάθει. Με επαναφέρει -με μηδενικές ταχύτητες- στο μποτιλιάρισμα. Με επιστρέφει, για τα καλά, στο απέραντο πάρκινγκ των δρόμων της Αθήνας, στο ατελείωτο πάρτι -δίχως χαρά- που έχει στηθεί στην πόλη.
Τα φανάρια αναβοσβήνουν και εναλλάσσονται τα χρώματα, αλλά δεν έχει νόημα. Ούτε να περάσεις μπορείς, ούτε να σταματήσεις, είσαι ήδη σταματημένος. Ο «Γρηγόρης» κι ο «Σταμάτης» φλερτάρουν με το (βαθύ) πορτοκαλί και μοιάζουν σαν γαλαξιακοί σταθμοί συνάντησης που είναι λουσμένοι στο φως, σαν φωτισμένοι πόλοι στην πόλη.
Στη νησίδα δίπλα μου υπάρχει ένας ωραίος θάμνος, μάλλον για να σου βάζει σκέψεις που δεν έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό μας, αλλά έχουν παραχθεί από το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης και της συντήρησης. Δεν θες να τα φας τα φυτά, να κάνεις την ανάγκη σου θες. Το ταμπλό μου είναι φουλ στα ηλεκτρονικά συστήματα ψυχαγωγίας και ασφάλειας, αλλά δεν έχω το βασικό: Τα σύγχρονα αυτοκίνητα είναι πλήρως εξοπλισμένα, αλλά δεν έχουν… τουαλέτα. Όμως, το κάτι -σε- λιγούστρο είναι αρκετά πυκνό. Ποιος θα με δει; Όλοι. «Κάτσε στη θέση σου και περίμενε, ηρέμησε, μην το σκέφτεσαι».
Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμη, μπορεί να έχει και συννεφιά, νυστάζω, ξημερώνει πάλι, σποραδικές στάλες πλένουν το λασπωμένο παρμπρίζ. Τα φώτα στη λεωφόρο της πόλης αυτής χαϊδεύουν την μποτιλιαρισμένη λαμαρίνα του σιδερένιου αλόγου μου, γύρω μου χορεύουν διαόλια με τρελά νεύρα, «πότε θα φτάσω στη δουλειά, στον προορισμό μου;».
Αλλά, να, προχωράμε, τώρα πρέπει να σας αφήσω, πάμε με την ιλιγγιώδη ταχύτητα των 20 χιλιομέτρων προς την κατηφόρα της Κατεχάκη. Γελάω μόνος μου, νιώθω σαν πιλότος στο Top Gun, ξεκινά άλλη μια μέρα που η Αθήνα θα φρακάρει -ξανά- ανάμεσα σε λαμαρίνες και σκέψεις.