Protagon A περίοδος

Από τη Μύκονο στην Κάσο

Η Κάσος είναι ξεχασμένη στο χρόνο. Αν εξαιρέσεις τα αυτοκίνητα που δίνουν το στίγμα της εποχής, όλα τα υπόλοιπα που συναποτελούν τον χαρακτήρα του νησιού, όπως σπίτια, ταβέρνες, μπαρ, σε παραπέμπουν στη δεκαετία του '70.

Τάσος Μελετόπουλος

Η Κάσος είναι νησί των Δωδεκανήσων με πάρα πολύ δύσκολη πρόσβαση. Ένα πλοίο την προσεγγίζει, δύο φορές την εβδομάδα. Το «γρήγορο» δρομολόγιο κάνει τη διαδρομή Πειραιά-Κάσο σε 16 με 17 ώρες και το αργό σε 22, αν έχει καλό καιρό. Η Ολυμπιακή διατηρεί δρομολόγιο με μικρά δικινητήρια αεροσκάφη μέσω Καρπάθου ή Σητείας. Η πτήση Κάρπαθος-Κάσος διαρκεί 4 ολόκληρα λεπτά! Πιλότος της Ολυμπιακής, μου είχε πει πρόσφατα ότι η πτήση αυτή είναι μάλιστα καταγεγραμμένη στο Guinness Book of Records ως η πιο σύντομη στον κόσμο. Η Κάσος είναι νησί ξεχασμένο στον χρόνο. Αν εξαιρέσει κανείς τα αυτοκίνητα που δίνουν ξεκάθαρα το στίγμα της εποχής, όλα τα υπόλοιπα που συναποτελούν τον χαρακτήρα του νησιού, όπως σπίτια, ταβέρνες, μπαρ, καφετέριες, παντοπωλεία, άκτιστες πλαγιές, ερημικά ξωκλήσια, πανηγύρια, σε παραπέμπουν στη δεκαετία του '70 και αυτό είναι συναρπαστικό.

Ακόμη και το καράβι που έρχεται δύο φορές την εβδομάδα είναι βγαλμένο από ασπρόμαυρη ταινία εποχής. Το απομονωμένο νησί δεν προσφέρει όπως η Μύκονος στους επισκέπτες του, οργανωμένες παραλίες με άμμο, τον Ρέμο να τραγουδάει και να βρίζει, πλούσιους Άραβες που ανοίγουν σαμπάνιες, δωμάτια ξενοδοχείων που η τιμή αρχίζει από 329 ευρώ, ιταλικά και γιαπωνέζικα ακριβά εστιατόρια, ντισκοτέκ που κλείνουν στις 10 το πρωί, ντίλερ που προμηθεύουν 17χρονα αγόρια και κορίτσια με χάπια και κόκα, international νταβατζήδες, δεκάδες αυτοκινητιστικά θανατηφόρα ατυχήματα, πρώην δημάρχους που κατηγορούνται σε βαθμό κακουργήματος για υπεξαίρεση πολλών εκατομμυρίων ευρώ, και άλλα μαραμένα στολίδια. Προσφέρει μια μικρή παραλία με άμμο, άλλες τρεις με βότσαλα, τέσσερα ταβερνάκια που κόβουν αποδείξεις και βρίσκεις τα περίφημα κασιώτικα ντολμαδάκια που δεν ξεπερνούν τους τρεις πόντους το καθένα, το γνωστό ντόπιο πιλάφι, τις μακαρούνες με σιτάκα – δύο σουβλατζίδικα, τρία μπαρ, μερικά παντοπωλεία και δύο φούρνους. Με λίγα λόγια δεν προσφέρει αυτό που αναζητούν οι ανήσυχοι πλούσιοι και φτωχοί που θέλουν να επιδείξουν τα κάλλη και τα πλούτη τους. 

Τι κοινό έχει λοιπόν η Μύκονος με την Κάσο; Φαινομενικά τίποτα. Αξιοσημείωτο είναι το πώς αυτό το νησί έχει κρατηθεί τόσο απομακρυσμένο από τη θύελλα της τουριστικής ανάπτυξης. Εδώ και πέντε χρόνια, Αύγουστο μήνα, επισκέπτομαι με την οικογένειά μου την Κάσο και κάθε χρόνο ανεβαίνω στο πανηγύρι της Παναγίας. Αυτή τη χρονιά ήταν ξεχωριστό και το αγάπησα ακόμη πιο πολύ. Στην Κάσο έρχονται αρκετοί Γάλλοι με τα παιδιά τους. Φέτος τα παιδιά των Γάλλων με τους φίλους τους παρευρέθηκαν στο πανηγύρι και η μεγάλη τους παρέα -κυρίως κοριτσόπουλα- αναμείχθηκε με τους ντόπιους χορευτές και χόρεψαν τη σούστα όλοι μαζί αγκαλιά. Το σκηνικό θύμιζε έντονα τον Ζορμπά που μάθαινε στον ξένο να χορεύει συρτάκι. Η ορχήστρα ήταν πράγματι καταπληκτική, το ντόπιο κρασί έρεε άφθονο και η ακούραστη Φούλα όπως και όλοι όσοι βοηθούσαν στο πανηγύρι της Παναγίας, έφερναν συνεχώς μεζέδες. Τα περισσότερα κορίτσια του νησιού φορούσαν τα καλά τους – ψηλά τακούνια, δαντελένια φορέματα, φωσφορίζοντα μπλουζάκια και σορτς, ενώ τα αγόρια ντυμένα όπως πάντα ατημέλητα. Το ευχαριστήθηκα. Κάποια στιγμή κι ενώ ο Ανδριανός, ο δεκαπεντάχρονος λυράρης, έπαιζε το σόλο του με πήρε στο δυνατό του ρεύμα και κλείνοντας τα μάτια γύρισα πίσω τότε που ήμουνα παιδί και η Μύκονος ακόμη ήταν ακατέργαστη σαν την τωρινή Κάσο και περπατούσα ανέμελος, ξυπόλυτος στα καθαρά της σοκάκια. Στην παλιά Μύκονο που η ίδια της η ομορφιά την έφερε στη θλιβερή της κατάντια.