Σ’ έναν λογαριασμό facebook, μια ανάρτηση με τίτλο «Κρεμάστε τον πατέρα της μικρής Άννυ», «άρεσε» σε 1883 άτομα. Πιθανώς τώρα που γράφω να αρέσει σε διπλάσιους; Δεκαπλάσιους; Πού να ξέρω;…
Στον προαύλιο χώρο των δικαστηρίων, όπου προσήχθη ο έχων ομολογήσει τη δολοφονία της 4χρονης κόρης του, τα «κλικ» του facebook ήταν κανονικές κραυγές από ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί εκεί από νωρίς για να δουν από κοντά «το τέρας», όπως τον έλεγαν, και να δημοσιοποιήσουν τη δική τους ετυμηγορία.
«Θάνατος στον παιδοκτόνο», και «να ψοφήσεις κτήνος», ήταν δύο που συγκράτησα. Μερικοί έκαναν πως κινήθηκαν και απειλητικά εναντίον του, αλλά η αστυνομία σε τέτοιες περιπτώσεις όπου η «λαϊκή οργή» ξεχειλίζει, ανεβάζει στροφές και προστατεύει τον προσαχθέντα.
Ένας αστυνομικός με μαύρο τζόκεϊ και μαύρα γυαλιά, του σπρώχνει συνεχώς το κεφάλι προς τα κάτω. Νιώθω πως δεν νιώθει τίποτα, τον έχω μπροστά μου στα 3 μέτρα.
Η περιέργειά μου να μάθω «πώς και γιατί», με οδηγεί σε παρατηρήσεις που μπορεί να μην έχουν και καμία απολύτως σημασία. Προσέχω την φρέσκια επιδερμίδα του προσώπου του. Την παντελή απουσία ακόμα και ίχνους φόβου. Την ουδετερότητα της έκφρασης που ανέκαθεν με μπέρδευε.
Ποιος ειν’ αυτός ο «27χρονος Βούλγαρος» που σκότωσε και κατακρεούργησε το 4χρονο κορίτσι του; Πότε ήρθε στην Ελλάδα; Τι έκανε εδώ; Πού δούλευε; Πού σύχναζε; Από ποιο σκοτάδι βρέθηκε εδώ;
Στη δικογραφία διάβασα διάφορα που είχε καταθέσει φίλος, συμπατριώτης του, για την καθαρά προσωπική του ζωή, αλλά την περιέργειά μου αυτά δεν την αγγίζουν.
Βλέπω, όμως, μια φωτογραφία του αγκαλιά με την τότε σύντροφό του, Ντιμιτρίνα Μπορίσοβα. Έχει τυλίξει τα χέρια του τρυφερά γύρω από τη κοιλιά της, μέσα στην οποία ετοιμάζεται, προφανώς, για τον ερχομό της στον «έξω κόσμο», η κόρη τους Άννυ.
Οι εφημερίδες τον αναφέρουν «Σάββα». Το κανονικό του είναι Στάνισλαβ Μπακαρτζίεφ.
Στις ανακριτικές αρχές περιέγραψε «με ανατριχιαστική λεπτομέρεια» πώς έκανε το έγκλημα. Ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος, είπε, αλλά το πώς δεν μπορώ να το παρακολουθήσω άλλο.
Σκόρπισε ό,τι ζωντανό υπήρχε στη ζωή του, πάνω και γύρω από την οποία τώρα μοιάζει να αιωρείται ένα τίποτα.
Πούλησε ως και το καροτσάκι, την κούνια και τα παιχνίδια της μικρής για 50 ευρώ, και όταν τον ρώτησε, λέει, η Ντιμιτρίνα «γιατί το έκανες αυτό;», φέρεται να της είπε «για να μας λυπηθεί ο Θεός και να βοηθήσει να τη βρούμε».
Ο ταξίαρχος κ. Χρήστος Παπαζαφείρης είπε στους δημοσιογράφους ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα να βρεθεί «έστω και ίχνος από το πτώμα του κοριτσιού».
Μάθαμε ότι οι βιολογικοί γονείς κάθισαν δίπλα-δίπλα όταν προσήχθησαν στον ανακριτή, μάλλον απ’ έξω, και ότι εκείνη ήταν αμίλητη, σχεδόν απαθής.
«Είχε δίπλα της εκείνον που ομολόγησε ότι σκότωσε την κόρη τους…», τα λόγια που τρύπωσαν στη σκέψη μου σαν καχυποψία, αλλά τ’ άφησα να φύγουν αμέσως, νιώθοντας απέραντη αδυναμία να διαχειριστώ ερωτήματα τέτοιου είδους.
Το βράδυ, όμως, είδα σε πολλά παράθυρα ειδήσεων πως η ανομολόγητη απορία μου ήταν κιόλας θέμα ασυμμάζευτης ανάλυσης.
Κατά την αστυνομία, ο δράστης προέβη σ´ αυτήν την πράξη από ζήλια για τη σύντροφό του, και από υπερβολική, όπως είπε, αγάπη για το παιδί του. Φοβόταν, εξήγησε, ότι η πρώην σύντροφός του θα έφευγε οριστικά για τη Γερμανία και θα έπαιρνε μαζί της την Άννυ.
Στον προαύλιο χώρο των δικαστηρίων, είδαμε δεκάδες κρατούμενους που είχαν προσαχθεί για άλλα μικροεγκληματα, κυρίως κλοπές, να κάθονται παράμερα και να μοιρολογούν για τον τρόπο με τον οποίο δολοφονήθηκε ένα παιδί. «Πώς μπόρεσε Παναγιά μου; Πώς μπόρεσε;», έλεγε μια μεσόκοπη γυναίκα που ήρθε να παρασταθεί στον άνδρα της για κάποιες «οικονομικές διαφορές, παλικάρι».
Μία οικογένεια αθιγγάνων έκλαιγε μ’ αναφιλητά, και ο πατέρας που μόλις είχε απαλλαγεί από τις κατηγορίες του, είπε «μακάρι να με καταδίκαζαν, να τον σκοτώσω μέσα στη φυλακή».
Ο αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Πανούσης, δήλωνε λίγο αργότερα σε ραδιοφωνικό σταθμό ότι φοβάται πως «σε λίγες μέρες θα μάθουμε ότι ο δράστης ή αυτοκτόνησε στη φυλακή, ή ότι τον σκότωσαν άλλοι κρατούμενοι».
Μάθαμε πως θα τον πάνε στη Κέρκυρα, σε κελί ειδικής πτέρυγας, όπου δεν θα έρχεται σε επαφή με άλλους κρατούμενους.
Πότε θα γίνει η δίκη του, δεν ξέρουμε. Μερικοί, συμφωνώντας μάλλον με τον υπουργό, εικάζουν ότι δεν θα χρειαστεί καν. Έπειτα, κι αν φτάσει σε ακροαματική διαδικασία η υπόθεση, φίλος ποινικολόγος μου έλεγε ότι «δεν θα βρεθεί ούτε ένας συνάδελφος να τον υπερασπιστεί – ούτε καν από τον κατάλογο του Δικηγορικού Συλλόγου, όλοι θα δηλώσουν κώλυμα».
Αλλά και δημοσιογράφοι, που καλύπτουν για χρόνια το αστυνομικό ρεπορτάζ, επισημαίνουν ότι αδυνατούν να γράψουν ή να αναπαράξουν προφορικά για την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο τις λεπτομέρειες του «θέματος».
Το «πρωτοφανές στα χρονικά έγκλημα» ετούτο, δεν τους «συγκινεί» καν σαν μέγεθος είδησης. «Δεν είναι κάτι που θα 'θελα να πω μετά από χρόνια στα εγγόνια μου», μου είπε φίλος ρεπόρτερ, που 'χουν δει πολλά τα μάτια του, «αλλά αυτό, ούτε κατά διάνοια».