«Τον μισώ σου λέω, δεν αντέχω άλλο. Τον μισώ ρε, καταλαβαίνεις; Κάθε φορά που με κοιτούσε ήθελα να του καρφώσω το χαρτοκόπτη στα μάτια. Άι στο διάολο να πάει ο γυμνοσάλιαγκας, δεν άντεχα άλλο, θα έκανα φονικό». Η Φανή, είκοσι οχτώ χρονών, γραμματέας σε γνωστή πολυεθνική στην Αθήνα, σπάραζε στο τηλέφωνο, τα δάκρυά της μου έσκιζαν τη ψυχή. Από το τρέμουλο της φωνής, μασούσε τα λόγια της. Έβγαζε οργή κι αγανάκτηση. Δύο το μεσημέρι, το ντελίριο της πίκρας της δεν είχε φρένο. Μάταια προσπαθούσα να τη συνεφέρω. Ο αφελής, δεν ήξερα τι είχε συμβεί, νόμιζα ότι έκλαιγε επειδή την απέλυσαν. «Τον καραγκιόζη, με περίμενε γυμνός στο γραφείο και απαιτούσε να τον γλείψω. Μου είπε κιόλας ότι αν γίνω δούλα του, θα μου κάνει αύξηση. Να ψοφήσει θέλω, να καταστραφεί, να μην τον ξαναδώ μπροστά μου».
Παρέλειψα επίτηδες τα περισσότερα, στο χαρτί θα φαινόντουσαν σαν ωμές βρισιές. Κι όμως, τα λόγια της φίλης μου, της παιδικής μου φίλης από το σχολείο, που έμεινε άνεργη επειδή ο ανώτερός της αποφάσισε να βγάλει τη τσουτσού του παγανιά, στα δικά μου αυτιά εξαγνίστηκαν αυτόματα από την πράξη αυτού του γλοιώδη τύπου. Όχι, το αφεντικό της δεν το είχα γνωρίσει. Βλέπετε, όσο μεγαλώνουμε, η ζωή δυσκολεύει και οι επαφές με τους φίλους αραιώνουν. Καλά, για επίσκεψη στη δουλειά δεν το συζητώ. Αυτό πλέον αποτελεί ονείρωξη. Παρόλα, δεν μου είναι δύσκολο να τον φανταστώ. Χοντρός, έστω παχουλοκομψός, γύρω στα πενήντα, με μπλε κοστούμι, γαλάζια γραβάτα, ριγέ πουκάμισο, γιατί τον έχει συμβουλεύσει η γυναίκα του ότι τον αδυνατίζει, και τη βέρα στο τέταρτο δάχτυλο να μη φαίνεται από το λίπος, να του τρέχουν τα σάλια όποτε βλέπει νεανικά οπίσθια και να θεωρεί ότι όλο το σύμπαν οφείλει να του υποκλίνεται επειδή είναι διευθύνων σύμβουλος σε βαρβάτη εταιρεία.
Είμαι σίγουρος. Το γραφείο σου θα μυρίζει πούρα, από αυτά που σου φέρνουν οι κατώτεροί σου για να σε καλοπιάσουν, και σπέρμα, από τις στιγμές αυτοϊκανοποίησης που νιώθεις επειδή πούλησες καινούρια παρτίδα προϊόντων στη Μέση Ανατολή. Δεν σε ξέρω, αλλά σε μισώ. Σε μισώ και θέλω να σε χτυπήσω ρε μικροτσούτσουνε, που τόλμησες να την πέσεις στη φίλη μου. Σε μισώ, σε απεχθάνομαι. Εσένα, που κατέχεις μια θέση και εκμεταλλεύεσαι την κρίση. Δε φοράς παντελόνια ρε. Παλιό-υποκριτή, που παριστάνεις τον καλό οικογενειάρχη και λες στη σύζυγό σου ότι τα λεφτά βγαίνουν δύσκολα. Χτυπάς και υπερωρίες πανάθεμά σε. Για να δικαιολογείς τον παχυλό μισθό σου. Εύχομαι να μην σου σηκωθεί ποτέ ξανά.
Πόσα κορίτσια έχεις πειράξει ρε σιχαμένε; Πόσες πίεσες να σε γλείψουν για να τις «προωθήσεις»; Στις συνεντεύξεις για προσλήψεις τι κάνεις; Θαρρείς ότι είσαι ο Σειρηνάκης και τις περνάς κάστινγκ για να τεστάρεις τις δυνατότητές τους; Πες μου, τα βράδια κοιμάσαι ήσυχος; Μα τι ρωτάω, σαν πουλάκι θα κοιμάσαι. Δεν έχεις ούτε ιερό ούτε όσιο εσύ. Εσύ ναι, το αρσενικό γουρούνι ελληνικής προέλευσης, που πολλαπλασιάστηκε η ράτσα σου λόγω της ανεργίας. Ο αχόρταγος μαντράχαλος που ηδονίζεται να καταστρέφει τις ζωές των γυναικών, τις ζωές των ζευγαριών που ψάχνουν τρόπους για να επιβιώσουν. Και δυστυχώς, δεν είσαι μόνος. Καθημερινά, στους χώρους εργασίας, πίσω από τις κλειστές πόρτες, κάτω από τα γυάλινα γραφεία, μέσα στα ασανσέρ με τις κάμερες ασφαλείας -για να επιβεβαιώνουν τον αντρισμό τους και σε κοινή θέα-, γράφονται εκατοντάδες ιστορίες σεξουαλικής καταπίεσης. Δεν ξέρω αν κυκλοφορούν και γυναίκες με τα στραπόν παραμάσχαλα που ντύνονται Κίρκη και πηγαίνουν στη δουλειά. Πάντως, αν υπάρχουν, σίγουρα θα αποτελούν φαντασιώσεις των απανταχού γουρουνιών.
Βέβαια, θα μου πείτε, μα καλά, τώρα έμαθες ότι οι άντρες χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να εκμεταλλεύονται τις γυναίκες; Προφανώς και όχι. Αλλά είχα αυτή τη γαμημένη ψευδαίσθηση ότι στη χώρα μου τα πράγματα είναι αλλιώς, πιο ανθρώπινα, πιο αντρίκεια. Έκανα λάθος. Η πατρίδα μου γέμισε αλήτες και καθίκια, που δίνουν δουλειά σε όποια/όποιον γλείψει το πουλί τους. Ντροπή μας.