Ο ένας στους δέκα εκπαιδευτικούς πάσχει από κάποιας μορφής ψυχική διαταραχή που υπό τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να τον οδηγήσει σε ανάρμοστη συμπεριφορά, αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος». Είτε μιλάμε για κατάθλιψη, φοβίες, και νευρώσεις, είτε για κάποια ψύχωση, δεν είναι καθόλου αμελητέα η πιθανότητα ο πάσχων που δεν ακολουθεί συστηματικά θεραπευτική αγωγή να εκδηλώσει συμπεριφορά επικίνδυνη για τον ίδιο (τοξικομανία, αυτοκτονία), ή το περιβάλλον του (σεξουαλική παρενόχληση, λεκτική και φυσική βία). Περιπτώσεις εμπλοκής εκπαιδευτικών σε κυκλώματα πορνογραφίας και παιδοφιλίας σημειώνονται πλέον και στη χώρα μας.
Η δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα ανάγκασε την κυβέρνηση να πάρει την απόφαση να στείλει στα σπίτια τους 8.500 εκπαιδευτικούς: από αυτούς οι 6.000 έχουν δηλώσει οι ίδιοι ότι πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα (ορισμένοι απλά για ν’ αποφύγουν τη διαδικασία της διδασκαλίας) και οι υπόλοιποι 2.500 είναι περιπτώσεις που έφτασαν στα πειθαρχικά συμβούλια χωρίς να ληφθεί οριστική απόφαση για τα διαπιστωμένα παραπτώματά τους.
Οι αριθμοί προκαλούν σοκ. Πώς είναι δυνατόν, τόσοι συμπολίτες μας που πάσχουν από σοβαρά ψυχικά νοσήματα να καταλαμβάνουν θέσεις σε διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης και να έρχονται σε καθημερινή επαφή με το πιο ευάλωτο τμήμα της κοινωνίας μας, τα παιδιά;
Η εξήγηση σε αρκετές περιπτώσεις είναι ίσως πιο απλή από ό,τι νομίζουμε. Χωρίς να αμφισβητώ ότι η πλειονότητα όσων επιλέγουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού αγαπούν την επικοινωνία με τα παιδιά, έχουν ταλέντο στη διδασκαλία, κι επιθυμούν να μεταδώσουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους, υπάρχουν ορισμένοι που καταφεύγουν στην επαφή με τα παιδιά επειδή δυσκολεύονται με τις ευθύνες της ώριμης, ενήλικης επικοινωνίας. Η επιλογή τους δεν στηρίζεται στην αγάπη και στην ανάγκη προσφοράς, υποκινείται αντίθετα από συναισθηματικές (ή σεξουαλικές) καθηλώσεις που δεν τους επιτρέπουν να έχουν ισορροπημένες σχέσεις με άλλους ενήλικες. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού τους προσφέρει εξουσία, τους κάνει να φαντάζουν σημαντικοί, ειδικοί, ακόμα και αυθεντία στο χώρο τους, μειώνοντας ως ένα βαθμό την ένταση και το άγχος της επικοινωνίας με τους συνομηλίκους τους.
Σε ακραίες περιπτώσεις, παιδόφιλοι που έχουν στόχο να χειριστούν και να εκμεταλλευτούν παιδιά προκειμένου να ικανοποιήσουν τις φαντασιώσεις τους, φροντίζουν να βρίσκονται όσο πιο κοντά στα παιδιά γίνεται, όσο πιο κοντά η αδιαφορία της πολιτείας και η αφέλειά ή η άγνοια των γονιών τούς το επιτρέπει.
Η τυπική διαδικασία ενός πειθαρχικού συμβουλίου που συνήθως τάσσεται υπέρ του εκπαιδευτικού ή απλά τον μεταθέτει σε διοικητική θέση, δεν αποτελεί λύση ούτε για το εκπαιδευτικό μας σύστημα ούτε για τους πάσχοντες από ψυχικές ασθένειες που η πολιτεία ‘εγκαταλείπει’ χωρίς να τους προσφέρει την ψυχική θεραπεία που επειγόντως χρειάζονται.
Η έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων επιτρέπει δυστυχώς να ευδοκιμούν στα σχολεία και τα πανεπιστήμια της χώρας, όχι μόνο περιπτώσεις ανθρώπων που δεν πληρούν τα βασικά επιστημονικά κριτήρια (παράδειγμα, πανεπιστημιακοί με ελάχιστες ή ανύπαρκτες δημοσιεύσεις) αλλά και όσων θέτουν σε κίνδυνο την ψυχική και σωματική υγεία των ανυπεράσπιστων μαθητών και φοιτητών.
«Ως συνδικαλιστικό κίνημα θα αντισταθούμε να μην περάσει η αξιολόγηση» διεμήνυσε πρόσφατα η ΟΛΜΕ: «… Αν το υπουργείο επιχειρήσει να εφαρμόσει την αξιολόγηση-χειραγώγηση θα βρει απέναντί του ολόκληρη την εκπαιδευτική κοινότητα!». Ελπίζω την επόμενη φορά που θα στοχοποιηθεί η διαδικασία εφαρμογής της αξιολόγησης, να λάβουμε υπόψη μας την υποχρέωση που έχουμε απέναντι στα παιδιά να τα προστατεύσουμε από όλους αυτούς που με διάφορους τρόπους επί σειρά ετών τα κακοποιούν χωρίς συνέπειες.