Στις επίφοβες μεταλλάξεις του κορονοϊού, όπως κρίνεται ότι είναι η παραλλαγή Oμικρον, αλλά και στα δεδομένα του πληθωρισμού (4,9% στην Ευρωζώνη τον περασμένο μήνα) παίζεται η τύχη του PEPP, του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που επινοήθηκε με σκοπό την αντιμετώπιση της πανδημίας, ύψους 1,85 τρισ. ευρώ.
Υπάρχουν, φυσικά, διαφορετικές απόψεις στο κλαμπ των ευρωτραπεζιτών: άλλα θέλουν οι «ιέρακες» του Βορρά και άλλα οι «περιστερές» του Νότου, έτσι όλα θα ξεκαθαρίσουν στη συνεδρίαση της Ευρωτράπεζας που θα γίνει την Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου. Σε αυτό το μίτινγκ, λοιπόν, θα αποφασιστεί αν το πρόγραμμα θα τερματιστεί άμεσα, όπως θέλουν οι «σκληροί» της παρέας (Γερμανοί, κ.ά.), ή θα συνεχιστεί η από πλευράς ΕΚΤ αγορά των εθνικών ομολόγων καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, όπως θέλουν οι «μετριοπαθείς» (και καταχερωμένοι) Νότιοι.
Οι «ιέρακες» θα προτείνουν στην πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ τη λύση του τερματισμού του PEPP και της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων. Το επιχείρημά τους θα είναι η προστασία και η εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη. Η παραχώρηση που επιτρέπουν στον εαυτό τους αφορά τον προγραμματισμό της λήξης του PEPP: την προσδιορίζουν τον προσεχή Μάρτιο.
Ομως, και σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, η άποψη των Βορείων δεν είναι ηγεμονική στη Φρανκφούρτη. Οι Νότιοι καταθέτουν εντελώς διαφορετικά επιχειρήματα, που αφορούν τη φύση του ευρωζωνικού πληθωρισμού, την υποχώρηση της κατανάλωσης σε επίπεδα προ κορονοϊού, κ.ά., υποστηρίζοντας την παράταση της ισχύος του PEPP μέχρι του χρόνου τέτοιαν εποχή.
Ετσι πιθανολογείται ότι την Πέμπτη θα επιτευχθεί τελικά κάποιος «συμβιβασμός» των δύο αντικρουόμενων απόψεων: ίσως μικρύνει το «καλάθι» της ΕΚΤ που αφορά την αγορά ομολόγων, ίσως εξαρτηθεί από την εξέλιξη της κατάστασης, μήνα προς μήνα.
Οι Financial Times έγραψαν ότι η γαλαντομία της ΕΚΤ απέδειξε ότι η απάντηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην πανδημία ήταν μέχρι στιγμής πιο ισχυρή αν συγκριθεί με προηγούμενες κρίσεις (του χρέους, ας πούμε, όταν κινδύνευσε η ίδια η υπόσταση της Ενωσης και αλυσοδέθηκε με μνημόνια η Ελλάδα), ωστόσο η πραγματική δοκιμασία αφορά το πώς θα διαχειριστεί η Ευρωτράπεζα την ανάκαμψη: «Εχοντας επιβλέψει τη μεγαλύτερη ένεση ρευστού στην ιστορία του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς 2,2 τρισ. ευρώ εθνικών ομολόγων, η ΕΚΤ ετοιμάζεται τώρα να μειώσει την υποστήριξή της».
Ωστόσο το φύλο του Σίτι επισημαίνει ότι η ΕΚΤ, έχουσα δεχθεί επικρίσεις για την πρόωρη αύξηση των επιτοκίων στην τελευταία κρίση, εκείνη του χρέους, το 2011, πλέον είναι περισσότερο απρόθυμη να ανακαλέσει τη στήριξή της στις εθνικές οικονομίες της Ευρωζώνης, πόσο μάλλον που πρέπει να χαράξει πολιτικές για 19 διαφορετικές χώρες. Οποιαδήποτε στραβοτιμονιά θα αναζωπυρώσει τον κίνδυνο των χρηματοπιστωτικών εντάσεων και της συνοχής, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης των αδυνάμων, δηλαδή των Νοτίων, και καταπνίγοντας κάθε προσπάθεια ανάκαμψης. Αλλά και τυχόν παράταση του PEPP θα καταλήξει και αυτή μοχλός πίεσης για ακόμη πιο επώδυνη διόρθωση πολιτικής στο μέλλον.
Ολα δείχνουν, λοιπόν, ότι η απόφαση της Κριστίν Λαγκάρντ και των υπολοίπων της ΕΚΤ θα αφορά αργή και σταδιακή απόσυρση των κινήτρων που παρέχει, με την κατάθεση ενός σχεδίου περί τερματισμού του PEPP, πιθανώς τον προσεχή Μάρτιο. Προς το παρόν η εκτίμηση για το επίφοβο μέγεθος, για τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό δηλαδή, είναι ότι θα παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το 2022. Και με αυτό το δεδομένο, της υπέρβασης του συγκεκριμένου στόχου, η επιπλέον αγορά εθνικών ομολόγων από την ΕΚΤ καθίσταται όλο και πιο δύσκολη ως απόφαση.