Δύο εικοσιτετράωρα μετά την έναρξη της εκστρατείας εμβολιασμού στη Γερμανία, 42.000 άνθρωποι είχαν ήδη λάβει την πρώτη δόση του εμβολίου των Pfizer/BioNTech κατά του κορονοïού. Το ανακοίνωσε εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ (RKI) κι από τότε, καθημερινά στη Γερμανία, πέρα από τον αριθμό των νέων κρουσμάτων και των θανάτων, κοινοποιείται και ο αριθμός των ανθρώπων που εμβολιάζονται. Σε περίπου τρεις εβδομάδες πολλές χιλιάδες Γερμανοί πρόκειται να λάβουν και τη δεύτερη δόση.
Συγχρόνως, όμως, η κατάσταση στη χώρα βαίνει προς το χειρότερο, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ που δημοσιοποιήθηκαν την Τετάρτη, μέσα σε μόλις ένα 24ωρο υπέκυψαν 1.129 άνθρωποι ενώ επιβεβαιώθηκαν 22.459 νέα κρούσματα.
Η έναρξη των εμβολιασμών συνοδεύτηκε από την έναρξη ενός δημόσιου διαλόγου σχετικά με το εάν γίνεται και πρέπει οι εμβολιασμένοι να απολαμβάνουν περισσότερη ελευθερία κινήσεων στο πλαίσιο του λοκντάουν που εξακολουθεί να ισχύει και στη Γερμανία.
Τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού τάσσονται κατά των όποιων προνομίων για τους εμβολιασμένους ενώ την ίδια άποψη εξέφρασαν και ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν, και ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεχόφερ και η Κριστίνε Λαμπρέχτ, η υπουργός Δικαιοσύνης της Γερμανίας. «Υπάρχει κίνδυνος για τη δημιουργία διαιρέσεων στην κοινωνία», εξήγησε ο βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γιοχάνες Φέχνερ, ενώ η γερμανική κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη να κλείσει τα όποια νομικά παράθυρα θα μπορούσαν να επιτρέψουν στους εμβολιασμένους να παρακάμψουν τα οποία μέτρα και τους όποιους κανονισμούς, ειδικά στην ιδιωτική σφαίρα.
Η γερμανική πρωτοβουλία
Υφίσταται, ωστόσο, και ένα άλλο ζήτημα που αφορά τους Γερμανούς αλλά απασχολεί περισσότερο τις Βρυξέλλες και τους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ειδικά τους Ιταλούς. Παρότι η Κομισιόν ανακοίνωσε διά στόματος της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι πρόκειται να προμηθευτεί ακόμη 100 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου των Pfizer/BioNTech (300 εκατομμύρια δόσεις συνολικά), δεν έχουν ακόμα κοπάσει οι αντιδράσεις για το γεγονός πως η γερμανική κυβέρνηση προέβη στις κατάλληλες ενέργειες, ούτως ώστε να εξασφαλίσει το δικαίωμα αγοράς έξτρα 30 εκατομμυρίων δόσεων του ίδιου εμβολίου.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Corriere della Sera, η ιταλική κυβέρνηση ήταν έτοιμη το πρωί της Τρίτης να προβεί σε επίσημο διάβημα διαμαρτυρίας. Στη συνέχεια, ωστόσο, επενέβη η γερμανίδα πρόεδρος της Κομισιόν, ανακοινώνοντας την αγορά 100 εκατομμυρίων εξτρά δόσεων του εμβολίου ενώ μετά ευρωπαίος αξιωματούχος ανέφερε πως «απ’ όσο γνωρίζουμε, κανένας δεν εξασφάλισε επιπλέον δόσεις εκτός της συμφωνίας της ΕΕ».
Νωρίτερα, ωστόσο, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου της γερμανικής κυβέρνησης, σε σχετική ερώτηση ενός ιταλού δημοσιογράφου, αξιωματούχος του γερμανικού υπουργείου Υγείας επιβεβαίωσε ότι η Γερμανία προέβη στη σύναψη ξεχωριστής συμφωνίας για 30 εκατομμύρια εξτρά δόσεις του εμβολίου των Pfizer/ BioNTech.
Στην ανταπόκρισή του από το Βερολίνο, ο Πάολο Βαλεντίνο, απεσταλμένος της Corriere στη γερμανική πρωτεύουσα, αναφέρει πως η απόφαση των Γερμανών αντικατοπτρίζει την ανησυχία της γερμανικής κυβέρνησης για την εξασφάλιση των εκατομμυρίων δόσεων που απαιτούνται για να μπορέσει να ελέγξει την πανδημία έως το φθινόπωρο.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Βερολίνου, αυτό δεν είναι εφικτό βάσει των συμφωνιών που σύναψε η ΕΕ επ’ ονόματι και των 27 κρατών-μελών της ΕΕ με τις φαρμακευτικές εταιρείες που έχουν ήδη αναπτύξει ή αναπτύσσουν ένα εμβόλιο κατά του κορονοïού. Η ΕΕ έχει εξασφαλίσει την αγορά περίπου δύο δισεκατομμυρίων (1,95 δισ.) δόσεων από την BioNTech-Pfizer, την Moderna, την AstraZeneca, την Sanofi, την Johnson&Johnson και την CureVac.
Προς το παρόν, ωστόσο, στις χώρες της ΕΕ αναμένεται να διανεμηθούν κατά τους επόμενους μήνες μόνον 200 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου των Pfizer/ BioNTech (οι οποίες θα γίνουν 300 εκατομμύρια χάρη στη νέα ευρωπαϊκή συμφωνία) και 80 εκατομμύρια δόσεις (με δυνατότητα αγοράς έξτρα 80 εκατομμυρίων) του εμβολίου της Moderna.
Μεγάλο έλλειμα
Από την πρώτη παρτίδα δόσεων του εμβολίου των Pfizer/BioNTech σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό μηχανισμό διανομής η Γερμανία δικαιούται 55,8 εκατομμύρια δόσεις αλλά για να επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, ο πληθυσμός της οποίας ξεπερνά τα 80 εκατομμύρια, απαιτούνται 140 εκατομμύρια δόσεις.
Ακόμα και με τις δόσεις του εμβολίου της Moderna, η Γερμανία γνωρίζει πως δεν μπορεί να επιτύχει τον στόχο της. «Αυτή είναι η αιτία που ώθησε το Βερολίνο να αναζητήσει επιπλέον δόσεις από την BioNTech-Pfizer αλλά και από την Moderna με την οποία ενδέχεται να συνάψει μία άλλη συμφωνία», σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Ωστόσο οι γερμανικές πρωτοβουλίες δεν παραβιάζουν το σύμφωνο συνεργασίας και αλληλεγγύης που συνήψαν οι υπουργοί Υγείας των 27 κρατών – μελών της ΕΕ για την έγκαιρη προμήθεια των εκατοντάδων εκατομμυρίων δόσεων που απαιτούνται για τον έλεγχο της πανδημίας.
Καταρχάς γιατί οι εξτρά δόσεις των Γερμανών σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούν τον κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό διανομής τον οποίο διαχειρίζεται η Κομισιόν, ούτε αποδυναμώνουν τη διαπραγματευτική θέση της ΕΕ κατά τις επαφές της με τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Κυρίως, όμως, γιατί, όπως υπενθύμισε την Τρίτη εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας της Γερμανίας, απαντώντας σε ερώτηση του ιταλικού πρακτορείου ειδήσεων AGI, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συμφωνίας για την προμήθεια και τη διανομή των δόσεων των εμβολίων κατά του κορονοïού προβλέπεται ότι κάθε χώρα μπορεί εάν το επιθυμεί να δράσει και μεμονωμένα με στόχο την αγορά περισσότερων δόσεων.
«Προτεραιότητα η ΕΕ»
«Με τους εταίρους μας στην ΕΕ συμφωνήσαμε ότι έχουν προτεραιότητα οι ευρωπαϊκές συμφωνίες», σημείωσε ο γερμανός αξιωματούχος, τα λεγόμενα του οποίου επιβεβαίωσε και η Κομισιόν, εξηγώντας πως όσον αφορά τη διανομή των δόσεων στα κράτη – μέλη της Ενωσης προβλέπονται αναπροσαρμογές ανάλογα με τις «ανάγκες και τα αιτήματα» της κάθε χώρας.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως η Κομισιόν θα μπορούσε να έχει παραγγείλει περισσότερες δόσεις των εμβολίων που είναι ήδη διαθέσιμα, της BioNTech/Pfizer και της Moderna. Επέλεξε, ωστόσο, σύμφωνα με την κατηγορία του DerSpiegel, να περιμένει την ανάπτυξη του εμβολίου της γαλλικής Sanofi, παρότι στις αρχές του Δεκεμβρίου η εταιρεία ανακοίνωσε πως το εμβόλιο της δεν θα είναι έτοιμο πριν από το τέλος του 2021.