Αβολα. Ετσι ένιωθε ο Λεμπρόν Τζέιμς μετά την πρώτη του σεζόν με τους Λος Αντζελες Λέικερς. Είχε ξεχάσει πόσο άβολος είναι ο καναπές, όταν βλέπεις από το σαλόνι σου τους τελικούς του NBA. Θυμωμένα ξεφυσούσε τον καπνό από το πούρο του, όσο έβλεπε τον Καουάι Λέναρντ να επικρατεί σχετικά άνετα, απέναντι στους λαβωμένος Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς. Τώρα βρήκανε να τραυματιστούν σκεφτότανε, προτού πέσει για ύπνο.
Το επόμενο πρωί άνοιξε την τηλεόραση και εκνευρίστηκε πάλι. Τα κινούμενα κεφάλια στα πάνελ, ήδη, εκθείαζαν τον Καουάι Λέναρντ, τον οποίον έσπευσαν να βαφτίσουν καλύτερο παίκτη στον κόσμο. Οταν η συζήτηση πήγαινε στον ίδιο, ήξερε πως θα μιλούσαν πάλι για εκείνους τους ανυπόφορους αριθμούς. Το 34 για την ηλικία του, το 45 για τις ήττες των Λέικερς στην πρώτη του χρονιά στο Λος Αντζελες και αυτό το καταραμένο έξι, που συμβολίζει τις ήττες του στους τελικούς.
Μια αγωνιστική σεζόν αργότερα, όλα τα παραπάνω φαίνονται τόσο μακρινά και απλά γελοία. Τα ξημερώματα της Δευτέρας (12/10), ο Λεμπρόν κέρδισε το τέταρτο πρωτάθλημα του με κυριαρχικό τρόπο. Δεν θα τα είχε καταφέρει χωρίς τον Αντονι Ντείβις, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος ήταν ο ηγέτης της ομάδας. Ετσι, έδωσε μία εξαιρετική πάσα, όπως κάνει και στο παρκέ, στους δημοσιογράφους, που θα πρέπει να περιμένουν μέχρι το νέο έτος για την επόμενη χρονιά στο NBA.
Μετά από μερικά χρόνια, μπορούν και πάλι να ρωτήσουν, χωρίς ντροπή, αν ο Λεμπρόν Τζέιμς είναι ο κορυφαίος καλαθοσφαιριστής όλων των εποχών.
Μέσα στην βίλα του, ο Μάικλ Τζόρνταν καπνίζει ένα κουβανέζικο πούρο με το απαράμιλλο στιλ του και γελάει, με αυτό το υποτιμητικό του γέλιο. Νόμιζε πως είχε κλείσει αυτή την συζήτηση με το «Last Dance», που έδειξε και στους «μικρούς» το μεγαλείο του, αλλά όχι.
Μαζί του γελούν και μυριάδες θαυμαστές του, που τον είδαν να κατατροπώνει όλους τους αντιπάλους του, στον δρόμο για την κορυφή. Αλήθεια, πώς γίνεται κάποιος που είδε τον Μάικλ Τζόρνταν να παίζει, να βάλει κάποιον άλλο παίκτη πιο ψηλά στην προσωπική λίστα του;
Αυτοί οι άνθρωποι είδαν τον Τζόρνταν να κάνει απίστευτα πράγματα, κερδίζοντας δικαίως το προσωνύμιο «Air». Κονταροχτυπήθηκε στα ίσια με τους Σέλτικς του Λάρι Μπερντ και τα «Κακά Παιδιά» των Πίστονς και παρότι συνέχισε να χάνει, δεν πτοήθηκε.
Και όταν ξεπέρασε το εμπόδιο του Ντιτρόιτ, δεν κοίταξε ποτέ πίσω του. Κέρδισε και ξανακέρδισε και κέρδισε πάλι. Μετά ήρθε το απόλυτο σοκ, όταν σταμάτησε το μπάσκετ για να παίξει μπέιζμπολ. Αλλά γύρισε ακόμη καλύτερος, πιο ώριμος. Κέρδισε και ξανακέρδισε και κέρδισε πάλι. Αν είδες τον Τζόρνταν να παίζει, ποτέ δεν πίστευες ότι θα χάσει και εκείνος ποτέ δεν σε απογοήτευσε. Η καριέρα του ήταν, χωρίς υπερβολές, τέλεια.
Από την άλλη, ο Λεμπρόν Τζέιμς έκανε ανεπανόρθωτη ζημία στην υστεροφημία του μέσα σε ένα χρόνο. Σήμερα, η κοινή γνώμη θα παρακινούσε τον νεαρό Λεμπρόν να αφήσει το Κλίβελαντ για μια καλύτερη ομάδα. Μα το 2010, το περίφημο «Decision» του βασιλιά να πάει στο Μαϊάμι, μαζί με τον Ντουέιν Γουέιντ και τον Κρις Μπος, θεωρήθηκε εσχάτη προδοσία προς την πόλη που τον μεγάλωσε και του έδωσε τα πάντα… πέρα από καλούς συμπαίκτες.
Εναν χρόνο αργότερα, ήρθε το κερασάκι στην τούρτα. Στους τελικούς του 2011, απέναντι στους Ντάλας Μάβερικς, ο Λεμπρόν έπαιξε χειρότερα από οποιονδήποτε παίκτη της ποιότητας του στην ιστορία των τελικών. Οι ουδέτεροι φίλοι του NBA τον είχαν βγάλει «soft» και «loser» και εκείνος ήταν λες και έκανε ό,τι μπορεί για να τους επιβεβαιώσει.
Στα επόμενα οκτώ χρόνια είχε σταθερή παρουσία στους τελικούς, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Κέρδισε τρία πρωταθλήματα και έχασε τέσσερα. Η μία ήττα ήρθε από τους Σπερς του Γκρεγκ Πόποβιτς, που έπαιζαν το καλύτερο μπάσκετ που είχε δει, ως τότε, ο αιώνας. Η μόνη ομάδα που τους ξεπέρασε ήταν αυτή που σέρβιρε στον «βασιλιά» τις επόμενες τρεις ήττες του, οι Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς.
Μάλιστα, το 2015 ο Λεμπρόν έπαιζε χωρίς τους δύο καλύτερους συμπαίκτες του, τον Κάιρι Ιρβινγκ και τον Κέβιν Λοβ, ενώ το 2017 και το 2018 οι «πολεμιστές», που είχαν ήδη κερδίσει περισσότερα παιχνίδια από οποιαδήποτε ομάδα στην ιστορία, πρόσθεσαν τον Κέβιν Ντουράντ. Είναι λογικό να περίμενε κανείς από τον Λεμπρόν να επικρατήσει υπό αυτές τις συνθήκες; Μάλλον όχι. Αν έβαζες τον Τζόρνταν στην θέση του, θα έβγαινε διαφορετικό αποτέλεσμα; Αυτό δεν το ξέρουμε.
Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι πως στο κάτω κάτω της γραμμής, ο MJ έχει το τέλειο 6-0, όταν ο Λεμπρόν δεν έχει καν θετικό πρόσημο στους τελικούς (4-6). Οποιος είδε και τους δύο να παίζουν, θυμάται τον Τζόρνταν σαν τον απόλυτο νικητή και τον Λεμπρόν σαν έναν εξαιρετικό, μα χωρίς αμφιβολία, κατώτερο παίκτη.
Οσον αφορά τις ικανότητες των δύο υπέρ-αθλητών, η σύγκριση είναι σχεδόν αδύνατη, γιατί το μπάσκετ έχει μεταμορφωθεί. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο μηχάνημα που το ταΐζεις πληροφορίες και σου λέει ποιος παίκτης είναι ανώτερος.
Καλύτερος όλων των εποχών είναι αυτός που η πλειοψηφία πιστεύει πως είναι καλύτερος όλων των εποχών. Και όσο ζει και βασιλεύει η γενιά που είδε τον Τζόρνταν να παίζει, τότε ο Λεμπρόν θα παραμείνει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεύτερος στην κατάταξη.
Αλλά θα έρθει η σειρά του, όταν η κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα είναι οι Millennials και η Generation Ζ, γιατί κάθε άνθρωπος θέλει να λέει πως έχει δει με τα ίδια του τα μάτια τον κορυφαίο σε όλους τους τομείς, από το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο, μέχρι την πολιτική.
Μέχρι όμως να περάσει ο καιρός, το μόνο που μπορεί να κάνει ο Λεμπρόν Τζέιμς είναι να συνεχίσει να κερδίζει. Γιατί αν φτάσει τα έξι πρωταθλήματα του Τζόρνταν, τότε ίσως οι έξι παραπάνω εμφανίσεις του στους τελικούς να του βγουν, για πρώτη φορά, σε καλό.