Ο Μουσταφά Ακιόλ, ένας τούρκος δημοσιογράφος-συγγραφέας, συγκαταλέγεται μεταξύ των πολλών αναλυτών που υποστηρίζουν πως η εξαφάνιση και η δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη «αποκάλυψε τον τρομακτικό δεσποτισμό πίσω από το μεταρρυθμιστικό προσωπείο του πρίγκιπα και διαδόχου του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν».
Ταυτόχρονα, υποστηρίζει ότι η υπόθεση Κασόγκι αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο ενός πολέμου μεταξύ δύο αντίπαλων ερμηνειών του σουνιτικού Ισλάμ (της τουρκο-οθωμανικής από τη μία πλευρά και της ουχαμπιστικής από την άλλη) που ξεκίνησε κατά την τέταρτη δεκαετία του 18ου αιώνα, όταν ο Μοχάμεντ ιμπν Αμπντ αλ Ουαχάμπ κήρυξε από την καρδιά της αραβικής χερσονήσου, τμήμα, τότε, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον ανένδοτο αγώνα για την αποκατάσταση του «πραγματικού Ισλάμ».
Αναβιώνοντας τον χαμπαλισμό, την πιο δογματική από τις τέσσερις σχολές του σουνιτικού ισλάμ, ο Ουαχάμπ αποκήρυσσε τους «αποστάτες» μουσουλμάνους, απαιτώντας τον αφανισμό τους. Εχθροί του δεν ήταν μόνον οι σιίτες αλλά και σουνίτες, όπως οι Οθωμανοί, τους οποίους κατηγορούσε ως αιρετικούς καθώς τους θεωρούσε ένοχους για «καινοτομίες» όπως η ανάπτυξη του σουφισμού.
Σύντομα ο Ουαχάμπ συμμάχησε με έναν τοπικό φύλαρχο ονόματι Ιμπν Σαούντ, θεμελιωτή της ομώνυμης δυναστείας. Το πρώτο σαουδικό κράτος που ίδρυσαν μαζί οι δύο άνδρες άρχισε να μεγαλώνει σε έκταση και να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη ισχύ, γεγονός που οδήγησε σε μια μεγάλη σφαγή σιιτών στην Καρμπάλα (του σημερινού Ιράκ) το 1801 και στην κατάληψη της Μέκκας το 1803. Οι Οθωμανοί κατέπνιξαν την επανάσταση του Ουαχάμπ το 1812 και οι ουαχαμπιστές υποχώρησαν στην έρημο.
Ωστόσο, τέσσερις δεκαετίες μετά, η κατάσταση στην αραβική χερσόνησο ήταν και πάλι έκρυθμη εξαιτίας της εφαρμογής νέων «καινοτόμων» μέτρων από τους «αιρετικούς» Οθωμανούς. Εχοντας επηρεαστεί από τους άγγλους συμμάχους τους, προέβησαν στην απαγόρευση της δουλείας, μιας άκρως επικερδούς εμπορικής επιχείρησης για τους δουλεμπόρους της αραβικής πόλης Τζέντα.
Το 1856 ο Αμπντ αλ Μουταλίντ ιμπν Χαλίντ, ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης και εμίρης της Μέκκας, ανακήρυξε άπιστους τους Τούρκους όχι μόνον λόγω της κατάργησης της δουλείας, αλλά και γιατί διέπραξαν «αμαρτίες», όπως το να επιτρέψουν στις γυναίκες να αποκαλύπτουν το σώμα τους, να μένουν χωριστά από τους πατεράδες ή τους συζύγους τους και να μπορούν να ζητήσουν διαζύγιο.
Οι σημαντικές αυτές αλλαγές σημειώθηκαν κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (αναδιοργάνωση εκσυγχρονισμός), όταν εφαρμόστηκαν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο τη ριζική αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της εισαγωγής και πολλών δυτικών θεσμών. Το αποτέλεσμα ήταν η αυτοκρατορία να μετατραπεί στη συνέχεια σε μια συνταγματική μοναρχία με εκλεγμένη Βουλή, σενάριο ακόμα απίθανο για την άκρως απολυταρχική και μοναρχική Σαουδική Αραβία. Το Τανζιμάτ συνέβαλε και στην ανάδειξη της σύγχρονης Τουρκίας, θέτοντας τις βάσεις για την εκκοσμίκευση και τον εκδημοκρατισμό που ακολούθησαν.
Επιστρέφοντας στο παρόν, ο Μουσταφά Ακιόλ δεν παραλείπει να επισημάνει ότι σήμερα η δημοκρατία στην Τουρκία νοσεί εξαιτίας του «έντονα αυταρχικού λαϊκισμού»του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Το αποκαλούμενο «τουρκικό μοντέλο» που το κόμμα του τούρκου προέδρου έδειχνε να προωθεί στις αρχές του αιώνα, ενέπνευσε πολλούς μουσουλμάνους, συμπεριλαμβανομένου και του Ακιόλ, καθώς θεωρούσαν πως επρόκειτο για σύνθεση του Ισλάμ με τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
«Κατά τη διάρκεια, ωστόσο, της τελευταίας πενταετίας αυτό το μοντέλο κατέρρευσε, καθώς η Τουρκία έγινε η χώρα των φυλακισμένων δημοσιογράφων, των τσακισμένων αντιπάλων, του μίσους, της παράνοιας και μιας νέας προσωπολατρίας την οποία αποκαλώ ‘ερντογανισμό’» γράφει ο Ακιόλ.
Εξετάζοντας, ωστόσο, τον τρόπο με τον όποιο οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν το Ιράν και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα –θανάσιμους εχθρούς των Σαουδαράβων τους οποίους η Αγκυρα προσεγγίζει ηπιότερα- ο τούρκος αναλυτής σημειώνει πως παραμένει γεγονός ότι ο Ερντογάν και οι ισλαμιστές σύντροφοί του είναι τούρκοι ισλαμιστές, και αυτό σημαίνει ότι συγκριτικά με την ισλαμιστική ελίτ της Σαουδικής Αραβίας λειτουργούν εντός ενός πιο σύγχρονου πλαισίου, εκφράζοντας μια λιγότερο απολυταρχική ερμηνεία του ουνιτικού ισλάμ.
Αλλά την ίδια ώρα οι Τούρκοι ισλαμιστές θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η δημοκρατία δεν είναι συνώνυμο της «τυραννίας της πλειοψηφίας» όπως δείχνουν με τη στάση τους, σήμερα, στην Τουρκία. Σύμφωνα με τον Ακιόλ για να σημειώσει πρόοδο η σημερινή Τουρκία θα πρέπει να ακολουθήσει το «κατά πολύ λαμπρότερο μοντέλο της Τυνησίας», όπου κοσμικοί και ισλαμιστές κατάφεραν να συνεργαστούν για τη σύνταξη ενός φιλελεύθερου νέου συντάγματος.
Οσον αφορά τη Σαουδική Αραβία, θα πρέπει να διδαχτεί από τις συνταγματικές μοναρχίες της Ιορδανίας και του Μαρόκου, χώρες κατά πολύ πιο ελεύθερες από τα περισσότερα κράτη του αραβικού κόσμου. «Ο σαουδάραβας πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ο οποίος αποπειράθηκε, φαινομενικά, να κερδίσει τη Δύση με δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις, επιτρέποντας για παράδειγμα στις γυναίκες να οδηγούν, θα πρέπει να αντιληφθεί ότι ο νεωτερισμός δεν αφορά μόνον διακοσμητικές κοινωνικές αλλαγές αλλά και την εκχώρηση μιας ελάχιστης πολιτικής ελευθερίας. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορείς να σκοτώνεις απροκάλυπτα τους επικριτές σου» καταλήγει ο Ακιόλ.