Το 2020 έκλεισε με τη συμφωνία Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ενωσης για τις σχέσεις τους μετά την ολοκλήρωση του Brexit, ένα πολυσέλιδο κείμενο που ήλθε έπειτα από τέσσερα χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων.
Ο άνθρωπος των Βρυξελλών πίσω από την επιτυχία είναι ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος άφησε να εννοηθεί ότι αναζητεί ρόλο για την επόμενη ημέρα – μάλιστα δηλώνει «έτοιμος και κινητοποιημένος». Μήπως αυτός λος θα μπορούσε να είναι η προεδρία της Γαλλίας, ερωτούν οι Times.
Ο ίδιος σε δηλώσεις του, που πολλαπλασιάστηκαν μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας με το Λονδίνο, τονίζει ότι «η μόνη μου έννοια είναι να είμαι χρήσιμος στην πατρίδα μου, η οποία χρειάζεται περισσότερη ενότητα, αλληλεγγύη, δικαιοσύνη, αλλά και σεβασμό». Απορρίπτει μάλιστα και τις κατηγορίες ότι είναι αρκετά μεγάλος για να έχει πολιτικό μέλλον (είναι 69 ετών, ενώ ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν 43 ετών). Αλλωστε, σε μια έμμεση αναφορά στον πρόεδρο, ο Μπαρνιέ πιστεύει ότι «υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι με γερασμένες ιδέες».
Οι μετοχές του Μπαρνιέ έχουν ενισχυθεί πολύ από την επιτυχή (έστω και την τελευταία στιγμή) κατάληξη των διαπραγματεύσεων. Ενας άνθρωπος με διεθνές κύρος που θα μπορούσε να «μιλήσει» και στους Γάλλους θα ήταν ένας πρώτης τάξεως υποψήφιος για τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι δεν έχουν καταλήξει σε υποψήφιο που θα αντιπαρατεθεί στον Εμανουέλ Μακρόν.
Οπως σημειώνουν οι Times, η υποψηφιότητα του Μπαρνιέ θα μπορούσε να είναι πλήγμα για τον Μακρόν, που θα ήθελε ακριβώς να εκφραστεί υπέρ του μια μετριοπαθής και φιλοευρωπαϊκή προσωπικότητα ώστε να περιθωριοποιήσει εκλογικά τους Ρεπουμπλικανούς. Και οι δύο άνδρες αυτοπροσδιορίζονται εξάλλου ως «πατριώτες και Ευρωπαίοι».
Φήμες ήθελαν τον Μπαρνιέ να ελπίζει ότι ο Μακρόν θα τον διόριζε πρωθυπουργό κατά τον ανασχηματισμό που έκανε το περασμένο καλοκαίρι. Το ότι ο πρόεδρος επέλεξε τον μάλλον άγνωστο και σχετικά άπειρο Ζαν Καστέξ, απογοήτευσε τον Μπαρνιέ, ο οποίος επιμένει ότι δεν είχε την πρόθεση να ενταχθεί στην κυβέρνηση.
Εχει όμως ελπίδες;
Εκ πρώτης όψεως, γράφουν οι Times, ο Μπαρνιέ δεν έχει σχεδόν καμία ελπίδα να κερδίσει τις εκλογές το 2022.
Είναι μη χαρισματική φυσιογνωμία και δεν έχει επαφή με τη γαλλική κοινωνία έπειτα από μια δεκαετία στις Βρυξέλλες. Επιπλέον, δηλώνει ότι θα μείνει πιστός στους Ρεπουμπλικανούς, ένα κόμμα που του λείπουν οι ιδέες, η ηγεσία και η κατεύθυνση. Αλλά ούτε και οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν ελπίδες: το μόνο που θα μπορεί να περιμένει ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών θα είναι να αποκλειστεί από τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τον Μακρόν και τη Μαρίν Λεπέν να αναμετρηθούν ξανά, όπως το 2017.
Οι αντίπαλοι του Μπαρνιέ στο κόμμα (όπως οι υποστηρικτές του Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος σκέφτεται επίσης να θέσει υποψηφιότητα) θεωρούν ότι ο Μπαρνιέ δεν έχει απήχηση πέρα από τη φιλοευρωπαϊκή ελίτ του Παρισιού. Τον βρίσκουν ανιαρό, τους θυμίζει μέλος της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών.
Απέχουμε όμως σχεδόν 1,5 χρόνο από την αναμέτρηση και οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν από τώρα να αποτυπώσουν το κλίμα. Εξάλλου το 2011 κανένας δεν υπολόγιζε τον Φρανσουά Ολάντ (που τελικά κέρδισε έναν χρόνο αργότερα) και το 2016 πολλοί περίμεναν ότι θα επικρατούσε ο Αλέν Ζιπέ, τον οποίο τελικά δεν επέλεξαν οι Ρεπουμπλιακνοί.
Σε σχέση μάλιστα με το παρελθόν, η γαλλική πολιτική σκηνή είναι ακόμη πιο ρευστή. Πέρα από τον Σαρκοζί, άλλος ένας πρώην πρόεδρος, ο Φρανσουά Ολάντ, σκέφτεται να είναι ξανά υποψήφιος, ενώ το ίδιο σκέφτεται και η Σεγκολέν Ρουαγιάλ.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Μπαρνιέ δεν είναι σε καλύτερη θέση από άλλους (πιθανούς) υποψήφιους. Αλλά δεν είναι και σε χειρότερη θέση.