Το δικαίωμα, όπως ισχυρίζεται, ενός ευκατάστατου ανθρώπου να ζει σε μια πόλη χωρίς καταστάσεις που ενοχλούν, όπως είναι οι άστεγοι, θέλησε να ζητήσει με επιστολή του προς τον δήμαρχο του Σαν Φρανσίσκο επιχειρηματίας στο χώρο τεχνολογίας. Ο αναίσθητος -το λιγότερο που μπορεί να πει κανένας- τρόπος που το έκανε ήταν αυτός που προκάλεσε μια μίνι θύελλα στα κοινωνικά μέσα.
Ο νέος αυτός entrepreneur -Τζάστιν Κέλερ ονομάζεται- έγραψε ανοιχτή επιστολή τη περασμένη Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου στον δήμαρχο του Σαν Φρανσίσκο και τον αστυνομικό διευθυντή στην πόλη. Στην επιστολή διεκτραγωδεί τα -όπως τα περιγράφει- προβλήματα ενός νεοφερμένου μεν στην πόλη, αλλά σκληρά εργαζόμενου ανθρώπου που πηγαίνει κάθε μέρα στη δουλειά του και δεν θέλει να βλέπει καταστάσεις που τον ενοχλούν.
Ποιες είναι αυτές; Οι άστεγοι και ο καθημερινός τους πόνος, η φτώχεια, οι μέθυσοι και ναρκομανείς, όπως αναφέρει η Washington Post.
«Γράφω για να εκφράσω την ανησυχία και την οργή μου για το αυξανόμενο πρόβλημα των αστέγων και των ναρκωτικών που αντιμετωπίζει αυτή η πόλη», ξεκινά. Διευκρινίζει ότι «κάθε μέρα που πηγαίνω στη δουλειά μου, και όταν γυρίζω, βλέπω ανθρώπους στα πεζοδρόμια, τσαντίρια, ανθρώπινα περιττώματα και τα πρόσωπα της εξάρτησης». (Εδώ κάνει και λογοπαίγνιο με τις παραπλήσιες στα αγγλικά λέξεις περιττώματα, feces, και τα πρόσωπα, faces).
Φοβάται, λοιπόν, το Σαν Φρανσίκο θα γίνει μια παραγκούπολη», που «το χειρότερο από όλα» είναι ότι θα πρόκειται για μια επικίνδυνη πόλη.
«Δεν χρειάζεται να βλέπω τον πόνο, τον αγώνα και την απελπισία των αστέγων όταν πηγαίνω και έρχομαι κάθε μέρα στη δουλειά μου»
Το Σαββατοκύριακο που προηγήθηκε της επιστολής αποδείχτηκε για τον Κέλερ ένας εφιάλτης.
Ενας μεθυσμένος άστεγος ακουμπούσε στο αυτοκίνητο των γονιών του. Ενας άνδρας υπό την επήρεια ουσιών φώναζε για κοκαΐνη και ήταν έτοιμος να κατεβάσει τα παντελόνια του όταν ο Κέλερ έβγαινε από το εστιατόριο με τους γονείς του. (Το εστιατόριο προσφέρει μεταξύ άλλων ένα πιάτο με αστακοουρές). Και το χειρότερο ήταν ότι πήγαν με τη φίλη του στο σινεμά, όπου και εκεί κάποιος μπήκε τρεκλίζοντας και τριγυρνούσε στην αίθουσα. «Η φίλη μου τρομοκρατήθηκε και εγώ, αλλά και άλλοι, φύγαμε από την αίθουσα».
«Ξέρω», γράφει, «ότι ο κόσμος ενοχλείται από όλο τον εξευγενισμό (gentrification) στην πόλη, αλλά είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια κοινωνία με ελεύθερη αγορά», γράφει. «Οι πλούσιοι εργαζόμενοι κέρδισαν το δικαίωμα να ζουν στην πόλη. Βγήκαν, σπούδασαν, δούλεψαν σκληρά και το κέρδισαν».
Και συνεχίζει: «Δεν θα έπρεπε να ανησυχώ ότι θα με πάρουν στο κατόπι. Δεν χρειάζεται να βλέπω τον πόνο, τον αγώνα και την απελπισία των αστέγων όταν πηγαίνω και έρχομαι κάθε μέρα στη δουλειά μου».
Για το τι μέλει γενέσθαι, ο Κέλερ προειδοποιεί -με μαύρα, έντονα γράμματα!- ότι αν συνεχιστεί η αδράνεια θα γίνει επανάσταση. Η πόλη δεν μπορεί να αγνοεί το πρόβλημα, ο ίδιος πάντως δεν έχει έτοιμες λύσεις.
Οι αγωνίες του χίπστερ στο Σαν Φρανσίσκο
Πέρα από τα αναμενόμενα και οργίλα σχόλια κατά του Κέλερ και των χίπστερ ομοίων του, η επιστολή του, σημειώνει ακόμη η Washington Post, αναδεικνύει αθελά της και την αλλαγή που έχει έρθει στο Σαν Φρανσίσκο ακριβώς από άτομα της ηλικίας και του επαγγελματικού προσανατολισμού του Κέλερ – ή, για την ακρίβεια, και αυτά.
Καθώς είναι πολύ κοντά στην έδρα μεγάλων εταιρειών, όπως η Google και η Apple, πολλών μικρότερων εταιρειών τεχνολογίας και ακόμα περισσότερων startup, το Σαν Φρανσίσκο έχει γίνει μαγνήτης για εργαζόμενους στον κλάδο. Αυτοί με τη σειρά τους πίεσαν προς τα πάνω τα ενοίκια και την αξία των ακινήτων και, με τη σειρά τους, και τον εξευγενισμό της πόλης.
Κυνικός, αφελής ή αναίσθητος; Ο,τι ιδιότητες και αν συγκεντρώνει ο Κέλερ εισέπραξε άφθονη την οργή και τη χλεύη των κοινωνικών δικτύων
Κοιτώντας σε όσα έχει αναρτήσει στη σελίδα της επιχείρησής του, ο Κέλερ φαίνεται χαρακτηριστικό δείγμα του είδους.
Είχε, για παράδειγμα, αποφοιτήσει από σχολείο για startupers το 2013. Στις χειρόγραφες σημειώσεις του από τα μαθήματα υπάρχουν κάποιες (σχεδόν κενές περιεχομένου) ρήσεις όπως «οι ιδρυτές (ενν. επιχειρήσεων) πρέπει να είναι αποφασιστικοί ηγέτες». Στο μπλογκ οι εγγραφές περιστρέφονται γύρω από τα άγχη και τη ρουτίνα ενός νερντ.
Αγχη σχεδόν εκτός πραγματικότητας, γιατί το μόνο για το οποίο ανακάλεσε εν μέρει από όσα έγραψε ήταν η χρήση της λέξης «όχλος» (riff raff) για τους άστεγους.
Mε άλλα λόγια, όπως γράφει η Washington Post, o Κέλερ φέρνει λίγο στον Μάρτιν Σκρέλι, τον επιχειρηματία που αγόρασε παλαιά φτηνά φάρμακα για κοινές ασθένειες και άρχισε να τα πουλά σε εξωπραγματικές τιμές. Ο Σκρέλι δικαιολόγησε την πράξη του, όπως και ο συντάκτης αυτής της επιστολής, με ένα στην ουσία του εξαιρετικά κυνικό τρόπο, ένα «και τι έγινε, αφού μπορώ να το κάνω».