Κάθε φορά που ετοιμάζει ένα νέο άλμπουμ, ο Πολ Σάιμον σκέφτεται ότι υπηρετεί την ιδέα ενός 13χρονου. Σε αυτή την ηλικία άρχισε να παίζει και να φτιάχνει μουσική. Εχουν περάσει 61 χρόνια και κάθε φορά που φτιάχνει έναν νέο δίσκο ο αμερικανός μουσικός σκέφτεται αν θέλει πραγματικά να συνεχίσει το κάνει. Φυσικά, τελικά, το κάνει, γι’ αυτό και το 13ο και τελευταίο άλμπουμ του, «Stranger to Stranger» κυκλοφόρησε το 2016 και συναγωνίζεται τα μεγαλύτερα χιτ της σημερινής ψηφιακής εποχής.
Αλλά «σε κάποια φάση πλησιάζει το τέλος», είπε πρόσφατα σε συνέντευξή του στους New York Times. Δηλαδή; Πότε αποσύρεται ένας μουσικός; Οταν η «σόουμπιζ δεν έχει πια κανένα ενδιαφέρον για μένα», είπε. Ναι, αλλά ο ήχος; Ο ήχος της σιωπής (The sound of silence) τον έκανε να γράψει κάποτε ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια της μουσικής ιστορίας το 1964 (αυτή ήταν η πρώτη έκδοση). Ο ήχος της μουσικής είναι αυτό που τον έχει καθοδηγήσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο ήχος είναι και η θεματολογία του τελευταίου άλμπουμ, όπως είχε εξηγήσει όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος τον Μάιο του 2016: «Στην εποχή όπου ζούμε, έτσι ακούγεται ο ήχος σε εμένα, μέσα από τις πηγές που βρίσκω ενδιαφέρουσες».
Επομένως δεν δυσκολεύεται καθόλου να ανακαλύψει τους ήχους που του ταιριάζουν στο πλαίσιο της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας. Αρα ποιο είναι το πρόβλημα; Εδώ έρχεται ένας δεύτερος, ίσως σημαντικότερος παράγοντας. Η φωνή αντέχει αλλά το υπόλοιπο σώμα εκπέμπει άλλα μηνύματα. Σε πρόσφατη συναυλία που έδωσε στη Φιλαδέλφεια ο 74χρονος Σάιμον παρατήρησε -έκπληκτος- στο βάθος τέσσερα μεγάλα λευκά βουνά. Εβαλε τα γυαλιά του και συνειδητοποίησε ότι ήταν σκηνές κι όχι βουνά. Δεν είναι αστείο. Πλέον χρειάζεται 15 ώρες ύπνου.
Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, η συναυλία που έγινε στο Κουίνς, την προηγούμενη Πέμπτη και Παρασκευή, στο πλαίσιο της περιοδείας του στη βόρεια Αμερική, να είναι και η τελευταία του στις ΗΠΑ. Συμβολικό κλείσιμο μίας καριέρας για κάποιον που γνωρίζει τα στοιχειώδη για την πορεία του Σάιμον. Στο Κουίνς μεγάλωσε, εκεί πήγε σχολείο, εκεί συνάντησε τον Αρτ Γκαρφάνκελ και έφτιαξαν το συγκρότημα «Τομ και Τζέρι». Εκεί έπαιξε για τελευταία φορά με το πρώην μουσικό έτερόν του ήμισυ.
«Θέλει κουράγιο να το αφήσεις», λέει για τη μεγάλη απόφαση που ποτέ δεν έχει πάρει. «Τότε θα δω ποιος πραγματικά είμαι. Ή μήπως θα δω ότι, τελικά, είμαι ο άνθρωπος που ορίζεται από αυτό που έχω κάνει; Κι αν πράγματι είναι έτσι, αν αυτό που έχω κάνει έχει τελειώσει, και πρέπει να ξαναβρώ τον εαυτό μου, ποιος είμαι;». Ο μουσικός εξηγεί τη φιλοσοφία που τον οδηγεί να κάνει ένα διάλειμμα από τη μουσική και ο δημοσιογράφος των NYT τον παρακολουθεί εν ώρα εργασίας. Η μάλλον εν ώρα προετοιμασίας για την επόμενη μουσική εμφάνιση. «Τα πλήκτρα; Οχι εκεί. Η τρομπέτα και τα πνευστά πρέπει να είναι πιο δυνατά στο ‘Spirit Voice’ (1989). Ο μουσικός κρουστών πρέπει να αφήσει το ντέφι στο κομμάτι με το πιάνο, στο «One Man’s Ceiling» (1973)», δίνει εντολές για την επόμενη μουσική εμφάνιση.
Μα πόσα μουσικά όργανα συμμετέχουν σε μία συναυλία; Χειροποίητα κρουστά, ένα είδος πνευστού συνδεδεμένο με κάτι σωλήνες, ακορντεόν, ηλεκτρικά μαντολίνα, κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, γαλλικό κόρνο και τρομπέτες. Κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό. Αλλά το ηχείο που βρίσκεται on stage διαθέτει 110 κανάλια για τη σύνδεση με τα διαφορετικά μουσικά όργανα.
«Το ότι είμαι έτοιμος να εγκαταλείψω τη σκηνή δεν σημαίνει ότι δεν με ενδιαφέρει η εικόνα και η απόδοση του συγκροτήματος», εξήγησε ο ίδιος στον απορημένο δημοσιογράφο των New York Times. Αλλωστε, σε κάθε νέα εμφάνισή του, σε κάθε νέο μουσικό κομμάτι, ο Σάιμον αναμετράται με τον ίδιο του τον εαυτό –τον νεότερο. «Ημουν 21 χρονών, μπορεί 22, όταν έγραψα το “The Sound of Silence” (1964). Στο μυαλό μου ήταν ένα τεράστιο άλμα από το σημείο που βρισκόμουν πριν», θυμάται. Το ίδιο αισθάνθηκε και όταν έγραψε το «Bridge Over Troubled Water» (1970). Πόσω μάλλον για το άλμπουμ «Graceland» (1986), το οποίο τόσοι είχαν καταδικάσει, καθώς έσπασε το «πολιτισμικό σαμποτάζ» τον δυτικών στη Νότια Αφρική λόγω του απαρτχάιντ, αλλά παρ’ όλα αυτά αγαπήθηκε όσο κανένας δίσκος τη δεκαετία του 1980.
Κάθε επιτυχία τού προξενούσε απορία. «Ξαφνικά είσαι σε ένα σημείο και αισθάνεσαι εντυπωσιασμένος. Το ίδιο μου συνέβαινε και όταν τραγουδούσα κάποιους στίχους που είχα γράψει, γινόμουν εγώ ακροατής και τότε γινόταν πραγματικότητα και έπρεπε να σταματήσω γιατί έκλαιγα και έπρεπε να πάρω ανάσα», εξηγεί. «Δεν συνέβαινε συχνά».
Φυσικά μιλάει για ένα μουσικό χάρισμα, το οποίο, συνήθως, όχι πάντα, συνοδεύουν οι μεγάλες δόξες. «Εχω δει τη φήμη να μετατρέπεται στο απόλυτο δηλητήριο, όσο ήμουν παιδί, τη δεκαετία του ’60. Σκότωσε τον Πρίσλεϊ. Σκότωσε τον Λένον. Σκότωσε τον Μάικλ Τζάκσον. Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν που να έχει αποκτήσει τεράστια φήμη και να μην έχει, τουλάχιστον, οδηγηθεί σε σύγχυση, που να μην έχει δυσκολευτεί πολύ να λάβει μεγάλες αποφάσεις».
Η περιοδεία του θα ολοκληρωθεί το φθινόπωρο στην Ευρώπη. Μετά θα λάβει τη μεγάλη απόφαση.