Υπήρξε μια μέρα κατά την οποία όλος ο κόσμος έγινε συνδρομητής του CNN. Ηταν η 17η Ιανουαρίου του 1991, όταν από την ταράτσα του ξενοδοχείου «Αλ Ρασίντ» της Βαγδάτης, ο Πίτερ Αρνέτ, καταξιωμένος δημοσιογράφος του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου, ανακοίνωσε σε απευθείας μετάδοση την έναρξη του Α’ Πολέμου του Περσικού Κόλπου: «Ο ουρανός της Βαγδάτης φωτίζεται από τους αμερικανικούς πυραύλους που πλήττουν την πόλη. Και η νύχτα πέφτει, αλλά ο ουρανός είναι τόσο κόκκινος που φαίνεται σαν να επέστρεψε ο ήλιος».
O Νεοζηλανδός Πίτερ Αρνέτ ήταν ένας βετεράνος πολεμικός ανταποκριτής ο οποίος το 1966 είχε τιμηθεί με το Βραβείο Πούλιτζερ για τις ανταποκρίσεις που έστελνε για το Associated Press από το Βιετνάμ. Η φωνή του, ωστόσο, έσπασε κατά τη μετάδοση από τη Βαγδάτη, επειδή ποτέ ξανά δεν είχε ανακοινωθεί η έναρξη ενός πολέμου ζωντανά μέσω της τηλεόρασης και από την πρώτη γραμμή μάλιστα.
Αλλά και του Μπέρναρντ Σο έσπασε η φωνή, ενός αφροαμερικανού δημοσιογράφου με παχύ μουστάκι, ο οποίος επρόκειτο στη συνέχεια να γίνει ο κύριος παρουσιαστής του CNN. Εχοντας βρει καταφύγιο κάτω από ένα γραφείο σε ένα δωμάτιο του ίδιου ξενοδοχείου, μέσα στον καταιγισμό των πυραύλων, ξεστόμισε, ουρλιάζοντας, μια φράση που έμεινε στην ιστορία της παγκόσμιας τηλεόρασης: «Φυσικά δεν έχω πάει ποτέ, αλλά μου φαίνεται πως βρίσκομαι στο κέντρο της κολάσεως».
Από εκείνη τη βραδιά μπήκε στη ζωή ολόκληρης σχεδόν της ανθρωπότητας η φράση «Breaking News», η οποία κατέστη τρόπον τινά ένα νέο σήμα κινδύνου, το οποίο όλος ο κόσμος άρχισε να ακούει με προσοχή και ανησυχία. Πρώτη φορά, ωστόσο, το CNN τη χρησιμοποίησε έντεκα χρόνια νωρίτερα, το 1980, χρονιά κατά την οποία ιδρύθηκε ο τηλεοπτικός σταθμός, μεταδίδοντας την είδηση μιας ανταλλαγής πυροβολισμών στην Ινδιανάπολη.
Μέσω του σχετικού ρεπορτάζ, ωστόσο, το CNN απέδειξε πως είχε ήδη έτοιμο ένα σχέδιο δράσης το οποίο επρόκειτο να καταστήσει τον τηλεοπτικό σταθμό σημείο αναφοράς για την παγκόσμια ειδησεογραφία, με ρεπόρτερ στην καρδιά των γεγονότων, κάμερες σε απόσταση αναπνοής από τις δυνάμεις ασφαλείας, συνεντεύξεις σε απευθείας μετάδοση με τους πρωταγωνιστές των εξελίξεων από την πρώτη γραμμή. Η απόδειξη ότι το CNN εξακολουθεί να ακολουθεί (εν μέρει) την ίδια συνταγή δόθηκε περίτρανα πριν από λίγες ημέρες στη Μινεάπολη, όπου ο ρεπόρτερ του σταθμού Ομάρ Χιμένεθ συνελήφθη σε απευθείας μετάδοση από τις αστυνομικές δυνάμεις.
Εκείνο το απόγευμα της 1ης Ιουνίου, πριν από 40 χρόνια, όταν το CNN βγήκε για πρώτη φορά στον αέρα, η τηλεθέαση έφτασε το 1.700.000 τηλεθεατές. Την νύχτα της έναρξης του Πολέμου στον Περσικό Κόλπο ήταν εκατοντάδες εκατομμύρια, φτάνοντας έως και το ένα δισεκατομμύριο τηλεθεατές, ενώ στη συνέχεια κατάφερε να έχει έως και 390 εκατομμύρια συνδρομητές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η ιδέα για την ίδρυση ενός συνδρομητικού τηλεοπτικού σταθμού που θα μεταδίδει 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, μόνον ειδήσεις, ανήκε σε έναν ιδιόρρυθμο δισεκατομμυριούχο, τον Τεντ Τέρνερ, ο οποίος τόλμησε να αμφισβητήσει τα τελετουργικά της ενημέρωσης των κολοσσών της αμερικανικής τηλεόρασης, του CBS, του ABC και του NBC. Το μότο του ήταν «News when it’s news, not history» (οι ειδήσεις όταν είναι ακόμα ειδήσεις, όχι ιστορία) και αυτό συνεπαγόταν ότι έπρεπε ολημερίς και διαρκώς να είναι υπ’ ατμόν δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία, ούτως ώστε να μπορούν να βρίσκονται όπου τους καλούσε το καθήκον της ενημέρωσης, πριν ακόμα και από την αστυνομία.
«Οι ειδήσεις αποτελούν τη βάση της καλής δημοσιογραφίας. Και οι ειδήσεις δεν έχουν ούτε χρώμα, ούτε γεύση. Εγώ ποτέ δεν ήμουν υπέρ της δημοσιογραφίας που ασκεί πολιτική, αλλά υπέρ της δημοσιογραφίας που αυξάνει την τηλεθέαση επειδή ξέρει πώς να αφηγείται τα γεγονότα καλύτερα από τους άλλους και πριν από τους άλλους», είχε εξηγήσει ο ίδιος ο Τέρνερ πριν από χρόνια, συνομιλώντας με τον Πάολο Γκαριμπέρτι της ιταλικής La Repubblica.
Ο ιταλός δημοσιογράφος συναντήθηκε με τον Τέρνερ στην έδρα του σταθμού, στην Ατλάντα, την περίοδο που ο γάμος του με την Τζέιν Φόντα είχε μόλις διαλυθεί, το πάθος του για τον αθλητισμό είχε ατονήσει (ο Τέρνερ υπήρξε ιδιοκτήτης των Atlanta Hawks και των Atlanta Braves, δύο ιστορικών ομάδων του αμερικανικού μπάσκετ και μπέιζμπολ αντίστοιχα), και το CNN ανήκε πλέον στην Time Warner. O Τέρνερ, ωστόσο, εξακολουθούσε να πιστεύει στην αξία των Breaking News.
Σταδιακά, όμως, το εξαιρετικά επιτυχημένο μοντέλο του CNN άρχισε να λυγίζει υπό το βάρος των πληγμάτων που δεχόταν από την αποκαλούμενη στρατευμένη δημοσιογραφία, στο πλαίσιο της οποίας τα όποια γεγονότα παρουσιάζονται με βάση τους πολιτικούς στόχους του εκάστοτε δημοσιογράφου ή μέσου ενημέρωσης. Το (υπερ)συντηρητικό Fox News του Ρούπερτ Μέρντοχ, το οποίο ίδρυσε και διηύθυνε επί χρόνια ο διαβόητος Ρότζερ Αϊλς, ξεπέρασε τελικά σε τηλεθέαση το CNN, ενώ το MSNBC στέρησε από τον πρωτοπόρο ειδησεογραφικό σταθμό πολλούς φιλελεύθερους τηλεθεατές.
Οπότε αναγκάστηκε και το CNN να αρχίσει να ασκεί πολιτική, γεγονός που αποδείχτηκε περίτρανα με την υπόθεση του Τζιμ Ακόστα, τον ανταποκριτή του σταθμού στον Λευκό Οίκο τον οποίο απέπεμψε ο Ντόναλντ Τραμπ λόγω των «άβολων» ερωτημάτων που του έθετε. Τίποτα πάντως δεν αλλάζει το γεγονός ότι, σαράντα χρόνια μετά την ίδρυσή του, το CNN είναι ο πιο διάσημος τηλεοπτικός σταθμός στον κόσμο.