Για τους φίλους του, ήταν ένας γοητευτικός άνθρωπος. Πανέξυπνος, διαβασμένος, φιλοσοφημένος, πολυταξιδεμένος (καυχιόταν ότι είχε επισκεφθεί τις μισές χώρες του κόσμου), με χιούμορ και ευαισθησίες. Μιλούσε επτά γλώσσες. Ηταν, παντού και πάντα, η «ψυχή της παρέας».
Για το ευρωπαϊκό μπάσκετ, ήταν ένας χαρισματικός παράγων. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, ο πεφωτισμένος ηγέτης του. Αυτός που το γιγάντωσε, με το ανοιχτό του μυαλό και τις πρωτοποριακές του ιδέες.
Για εμάς τους Ελληνες, ήταν «αδελφός». Οχι μόνον επειδή μας ανέθεσε το Ευρωμπάσκετ του ’87, που άλλαξε τον αθλητικό μας χάρτη. Την Ελλάδα τη λάτρευε. Τους ανθρώπους της, το κλίμα της, τις συνήθειές της. Είχε αγοράσει κι ένα σπίτι εδώ, το οποίο, μετά τον διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας, δήλωνε ως μόνιμη κατοικία. Θεωρούσε τη Βάρκιζα ως τον επί Γης Παράδεισο, και τα ψάρια του Τουρκολίμανου, τα πιο νόστιμα που είχε δοκιμάσει. Ακόμη και οι εγγονές του τον πείραζαν: «Ρε παππού, μήπως είσαι Ελληνας; Το έχεις ψάξει;»
Σέρβος ήταν, ο Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς. Γεννημένος το 1925 στο Μπίχατς της Βοσνίας/Ερζεγοβίνης. Το παιδικό του όνειρο ήταν να ασχοληθεί με τα ζώα, τα οποία υπεραγαπούσε. Σπούδασε κτηνίατρος, όμως τα βήματά του τον οδήγησαν στο μπάσκετ. Στην αρχή δεν ήταν γι’ αυτόν παρά ένα άθλημα, για να γυμνάζεται. Αλλά, στη συνέχεια, πέρασε στο αίμα του. Το υπηρέτησε σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Από το 1946, έως το 2003. Ουσιαστικά, μέχρι την τελευταία του πνοή, την οποία άφησε χθες στο σπίτι του στο Βελιγράδι, σε ηλικία 95 ετών.
Είχε συμμετάσχει, από διάφορα πόστα, σε 28 Ευρωμπάσκετ, 14 Παγκόσμια Κύπελλα και ισάριθμους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ως παίκτης (1946-1953) αγωνιζόταν στη θέση του σέντερ. Φόρεσε τις φανέλες του Ερυθρού Αστέρα, της Ζελέζνιτσαρ Βελιγραδίου και την Παρτίζαν. Ηταν και 36 φορές διεθνής. Ως προπονητής, εργάστηκε στην Παρτίζαν, την ΟΚΚ Βελιγραδίου και την ιταλική Καντού (έως το 1969). Ο προορισμός του, όμως, ήταν η διοίκηση. Αυτό φάνηκε προτού, καν, γίνει παράγων: το 1957, όταν εισηγήθηκε στον τότε γενικό γραμματέα της FIBA, Ουίλιαμ Τζόουνς, τη δημιουργία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, κι όταν διοργάνωσε το πρώτο Μουντομπάσκετ που διεξήχθη στην Ευρώπη (Βελιγράδι).
Αλλά, το μεγάλο της ζωής του έργο ήταν μπροστά. Ως γενικός γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης, πλέον, ανέλαβε πρωτοβουλίες που «τρύπησαν τον ουρανό» του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Χάρη στον «Μπόρα» -έτσι τον αποκαλούσαν οι δικοί του άνθρωποι- το ερασιτεχνικό μπάσκετ συνάντησε το ΝΒΑ. Αλλάζοντας τους κανόνες που ίσχυαν τότε, επέτρεψε στους παίκτες του ΝΒΑ να αγωνίζονται στις διοργανώσεις της FIBA. Επομένως, και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ετσι γνωρίσαμε την Dream Team το 1992 στη Βαρκελώνη. Αλλά και αντιστρόφως, ενθάρρυνε τη μετάβαση των Ευρωπαίων στο ΝΒΑ. Η συνεργασία του με τον (τότε) κομισάριο του ΝΒΑ, Ντέιβιντ Στερν, ήταν το διαβατήριο της Ευρώπης για να περάσει τα σύνορα του πλήρους επαγγελματισμού.
Διετέλεσε γενικός γραμματέας της FIBA από το 1976 έως το 2003. Επί 27 ολόκληρα χρόνια η αυθεντία του ήταν αδιαμφισβήτητη. Αλλά κάποια στιγμή, στα 78, κουράστηκε. Πήγαινε στο γραφείο του στο Μόναχο στις 8:45 το πρωί, και έφευγε στις 7 το βράδυ. Κάθε πρωί. Ακόμη και τα Σαββατοκύριακα, όταν δεν βρισκόταν σε κάποιο ταξίδι. Οι υπάλληλοι που τον έβλεπαν να μπαίνει και να βγαίνει, ήξεραν ακριβώς τι ώρα είναι! Αυτή ήταν η ζωή του: το μπάσκετ. Μέσα σε ένα σύννεφο καπνού, που δημιουργούσαν τα αγαπημένα του πουράκια, προσπαθούσε πάντα να σκεφτεί κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό, που θα πήγαινε το άθλημα ακόμη πιο μπροστά.
Υπήρξε, παραλλήλως, μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (1988-2006). Το 1991 έγινε δεκτός στο Hall Of Fame, για την προσφορά του στο παγκόσμιο μπάσκετ, και το 2007 στο FIBA Hall Of Fame. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο σπίτι του στο Βελιγράδι, ξεφυλλίζοντας τις αναμνήσεις του. «Κάθε μέρα μέχρι το τέλος της ζωής μου θα προσπαθώ να βρω τι είναι αυτό που θα μπορούσα να έχω κάνει για το καλό του σπορ που αγάπησα, και δεν το σκέφτηκα», είχε εξομολογηθεί σε μια από τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του.