Η κατοχή μπάλας ήταν 67%-33%. Τα κερδισμένα κόρνερ, 9-0. Οι ολοκληρωμένες πάσες, 635-225. Και οι τελικές προσπάθειες για γκολ, 15-0. Ναι, χθες (Τρίτη) βράδυ στο «Ετιχαντ» του Μάντσεστερ η Ατλέτικο Μαδρίτης έγινε η (μόλις) τέταρτη ομάδα μετά το 2003-2004 (από τότε που η Opta Sports καταγράφει αναλυτικά στατιστικά στοιχεία των αγώνων του Τσάμπιονς Λιγκ) που δεν δημιούργησε ούτε μια φάση στα αντίπαλα καρέ. Η πρώτη, εδώ και μια δεκαετία, που δεν δοκίμασε ούτε ένα σουτ, έστω άστοχο, στο α’ μέρος μιας αναμέτρησης στην κορυφαία διοργάνωση.
Ταμπουρωμένη στην άμυνα, η Ατλέτικο κατόρθωσε να κρατήσει τη Σίτι μακριά από την εστία της επί 69 λεπτά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κινδύνευσε μόνο μια φορά, όταν ο γκολκίπερ της, Γιαν Ομπλακ, χρειάστηκε να εξουδετερώσει -σε δύο χρόνους- μια εκτέλεση φάουλ του Κέβιν ντε Μπρόινε: του βέλγου μεσοεπιθετικού, ο οποίος έμελλε να πετύχει το μοναδικό γκολ της συνάντησης, και να δώσει στους «Πολίτες» προβάδισμα πρόκρισης στους ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ. Κανένα σχέδιο καταστροφής δεν μπορεί να είναι αλάνθαστο για 90 λεπτά. Ιδίως, απέναντι στις ποδοσφαιρικές μηχανές που κατασκευάζει ο Πεπ Γκουαρντιόλα.
«Πρώτη φορά βλέπω ομάδα να παίζει με σύστημα “5-5-0”. Δεν είχαν ούτε έναν επιθετικό. Επαιζαν με πέντε παίκτες στην άμυνα και πέντε μέσους, οπότε ήταν δύσκολο να βρούμε χώρους», διαμαρτυρήθηκε ο σκόρερ μετά τη λήξη του παιχνιδιού. Ακόμη και ο (συνήθως) ήρεμος καταλανός τεχνικός εκνευρίστηκε με τον τρόπο που ο Ντιέγκο Σιμεόνε είχε παρατάξει τους «Ροχιμπλάνκος». Πανηγύρισε το γκολ, πετώντας ένα μπουκάλι στον πάγκο της ομάδας του. Δεν αποκλείεται να μετάνιωσε, κιόλας, που την παραμονή του αγώνα επιχείρησε να υπερασπιστεί τον αργεντινό συνάδελφό του μπροστά στους εκπροσώπους των media: «Δεν αντιλαμβάνομαι τι εννοείτε, λέγοντας ότι μια ομάδα παίζει με άσχημο τρόπο. Κάθε προπονητής έχει τη δική του ιδέα για να πάρει τη νίκη».
Η ιδέα του Σιμεόνε ήταν να «αντιγράψει» τις κινήσεις που είχε κάνει η αποστολή της Ατλέτικο, όταν είχε επισκεφτεί ξανά το Μάντσεστερ για τον αγώνα της 15ης Μαρτίου με τη Γιουνάιτεντ. Η πτήση της αναχώρησε από τη Μαδρίτη, ακριβώς, την ίδια ώρα. Πήγε με το ίδιο λεωφορείο, στο ίδιο ξενοδοχείο. Στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, τον προπονητή συνόδευσε ο ίδιος παίκτης (Μάρκος Γιορέντε). Και στο γήπεδο παρατάχτηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως πριν από 21 μέρες στο «Ολντ Τράφορντ». Μόνο που, αυτή τη φορά, δεν νίκησε.
Σιμεόνε και Γκουαρντιόλα δεν «συναντιούνται» πουθενά, ανήκουν σε δυο εντελώς διαφορετικούς ποδοσφαιρικούς κόσμους. Ο 52χρονος Αργεντινός πιστεύει στα «γούρια», στους παίκτες – στρατιώτες που είναι έτοιμοι να «πεθάνουν» για την ομάδα, στη δύναμη. Κάποτε είχε ευχαριστήσει, δημοσίως, τις μητέρες των ποδοσφαιριστών του, επειδή τους γέννησαν… με μεγάλα «cojones» Γι’ αυτόν, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ακόμη και στις καλύτερες στιγμές της Ατλέτικο, το παιχνίδι της είναι αποκρουστικό. Κανένας φίλαθλος που δεν είναι οπαδός της, δεν θα πλήρωνε εισιτήριο για να την παρακολουθήσει. Ο σχεδόν συνομήλικός του Καταλανός δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, επενδύει στην «ποιότητα» και το ατομικό ταλέντο, στην τεχνική και τη φαντασία. Γι’ αυτόν, ο τρόπος έχει μεγαλύτερη σημασία από το αποτέλεσμα. Ολες οι ομάδες που καθοδήγησε, πρόσφεραν απολαυστικό θέαμα και άγγιξαν την τελειότητα. Πολλοί «ουδέτεροι» έγιναν υποστηρικτές τους.
Κι όμως, όπως αποκάλυψε προ ημερών η Equipe, ο Σιμεόνε είναι, σήμερα, ο πιο ακριβοπληρωμένος προπονητής στην Ευρώπη. Οι ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές του ανέρχονται σε 39,6 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, και είναι (σχεδόν) διπλάσιες από εκείνες του Γκουαρντιόλα και του Γίργκεν Κλοπ. Αδιανόητο! Εκτός αν το δει κανείς από τη σκοπιά της Ατλέτικο Μαδρίτης.
Οταν την ανέλαβε ο «Τσόλο», παραμονές Χριστουγέννων του 2011, είχε, μόλις, αποκλειστεί στο Κύπελλο Ισπανίας από την Αλμπαθέτε, ομάδα Γ’ Κατηγορίας, ενώ στη La Liga βρισκόταν τέσσερις βαθμούς πάνω από τη γραμμή του υποβιβασμού. Είχε κατακτήσει τον τελευταίο της τίτλο πρωταθλήματος το 1996 (με αρχηγό και ηγέτη τον Σιμεόνε), κι έκτοτε δεν είχε κερδίσει τίποτε άλλο εκτός από το τρόπαιο του Γιουρόπα Λιγκ 2010). Οι καλύτεροί της παίκτες αποχωρούσαν, ο ένας μετά τον άλλον, καθώς επρόκειτο, ουσιαστικά, για ένα χρεοκοπημένο club.
Η άφιξη του Αργεντινού άλλαξε τη μοίρα της. Μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες από την πρόσληψη του Σιμεόνε, σήκωσε το Γιουρόπα Λιγκ (2012), κι έπειτα το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ. Τον Μάιο του 2014, οι «Ροχιμπλάνκος» γιόρτασαν και την κατάκτηση του τίτλου που περίμεναν 18 ολόκληρα χρόνια. Εφτασαν στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ δυο φορές μέσα σε μια δεκαετία, έχτισαν ένα υπέροχο καινούργιο γήπεδο, το «Γουάντα Μετροπολιτάνο», και μπορούσαν, πλέον, να πληρώσουν 127 εκατ. ευρώ για έναν και μόνο παίκτη (Ζοάο Φέλιξ).
Ο θρυλικός πρόεδρος του συλλόγου, Βιθέντε Καλντερόν, αποκαλούσε τους οπαδούς της Ατλέτικο, «El Pupas» («Οι πληγωμένοι», σε ελεύθερη μετάφραση). Και ο «Τσόλο» ήρθε για να διώξει την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία, να φέρει νίκες και τίτλους (επτά σε μια εννεαετία), και να την οδηγήσει στην πιο ένδοξη περίοδο της ιστορίας της. Τι κι αν το έκανε με «αντιποδόσφαιρο», και μάλιστα την εποχή που με το «τίκι-τάκα» η Μπαρτσελόνα και η εθνική Ισπανίας μάγευαν την Ευρώπη; Στον ερυθρόλευκο τομέα της Μαδρίτης η φιλοσοφία του -«η ομάδα είναι πιο σημαντική από οποιοδήποτε άτομο»- απέκτησε διαστάσεις θρησκείας, και ο «Τσολισμός» (έτσι τη βάπτισε το 2012 ο ισπανικός Τύπος) ως στάση ζωής βρήκε απήχηση και έξω από τα γήπεδα.
Στον Γκουαρντιόλα, τον Κλοπ και σε μερικούς, ακόμη, σύγχρονους «εφευρέτες», το ποδόσφαιρο χρωστάει τις πιο ωραίες, τις πιο θεαματικές του στιγμές. Αλλά, όπως τόνισε τον περασμένο Φεβρουάριο ο νέος προπονητής της Εθνικής Ελλάδας, Γκουστάβο Πογιέτ, «θα πρέπει να ευχαριστήσουμε τον «Τσόλο», που μας έδειξε έναν άλλον, εναλλακτικό δρόμο προς την επιτυχία».