Θεωρεί τη γενιά του ήδη παρωχημένη, μελαγχολεί για το μέλλον της ανθρωπότητας, οργίζεται για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και για όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ, και έρχεται κάθε βράδυ αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο του θανάτου – και όχι αποκλειστικά του δικού του, του βιολογικού, αλλά και του ίδιου του πλανήτη μας.
Ο 79χρονος Μπομπ Ντίλαν κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες το νέο άλμπουμ του, με τίτλο «Rough and Rowdy Ways» (το πρώτο άλμπουμ του με πρωτότυπα κομμάτια από το 2012, όταν κυκλοφόρησε το «Tempest») και, κατά την προσφιλή του συνήθεια, δεν δίνει πολλές συνεντεύξεις για την προώθησή του.
Βασικά, έδωσε μόλις μία: στον Ντάγκλας Μπρίνκλεϊ των New York Times (με συνδρομή) όπου μιλάει για όλους και για όλα, με τη σοφία του ανθρώπου που τα έχει δει (και τα έχει κάνει) όλα από το 1961 μέχρι σήμερα.
Η κουβέντα ξεκινάει από το 17λεπτο τραγούδι «Murder Most Foul» που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο, τις πρώτες ημέρες της πανδημίας στις ΗΠΑ, και όπως λέει ο Μπρίνκλεϊ, έμοιαζε να είναι «η νοσταλγική νεκρολογία μιας περασμένης εποχής».
«Για εμένα δεν είναι νοσταλγικό», τονίζει ο Ντίλαν, «ούτε το θεωρώ μια μορφή εξιδανίκευσης του παρελθόντος ή κάποιου είδους μουσικό αποχαιρετισμό σε μια χαμένη εποχή. Για εμένα αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο παρόν».
Οπως επισημαίνει ο Μπρίνκλεϊ, στο εν λόγω τραγούδι υπάρχουν πολλά στοιχεία εσχατολογίας και καταστροφολογίας.
Ανησυχεί ο Ντίλαν ότι το 2020 έχουμε ήδη περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή;
Μπορεί όλη αυτή η τεχνολογία και η υπερβιομηχάνιση να λειτουργήσουν ενάντια στην ανθρώπινη ζωή πάνω στη Γη;
«Σίγουρα υπάρχει πολύ μεγαλύτερο άγχος και αγωνία σήμερα από ό,τι παλιότερα. Αλλά αυτό ισχύει μόνο για ανθρώπους κάποιας ηλικίας σαν κι εμένα κι εσένα, Νταγκ. Εχουμε μια τάση να ζούμε στο παρελθόν, αλλά μόνο εμείς. Οι νέοι δεν έχουν αυτήν την τάση. Δεν έχουν παρελθόν κι έτσι ό,τι γνωρίζουν είναι αυτό που βλέπουν και ακούν. Είναι ικανοί να πιστέψουν τα πάντα. Οσον αφορά την τεχνολογία, όλοι είναι ευάλωτοι απέναντί της. Οι νέοι όμως δεν το βλέπουν έτσι. Δεν τους νοιάζει. Οι τηλεπικοινωνίες και η προηγμένη τεχνολογία είναι ο κόσμος στον οποίο γεννήθηκαν. Ο δικός μας κόσμος είναι ήδη παρωχημένος», υποστηρίζει ο Ντίλαν.
Ο Μπρίνκλεϊ του θυμίζει στη συνέχεια ότι πρόσφατα κάποιος έβγαλε σε δημοπρασία αδημοσίευτα έγγραφα που είχε γράψει τη δεκαετία του ’90 για τη δολοφονία του Τζον Κένεντι και αναρωτιέται αν εδώ και καιρό ήθελε ο Ντίλαν να γράψει ένα τραγούδι σαν το «Murder Most Foul».
«Δεν θυμάμαι να θέλω να γράψω τραγούδια για τον JFK. Πολλά από τα έγγραφα που βγαίνουν σε δημοπρασία είναι πλαστά. Είναι εύκολο να τα εντοπίσει κανείς, γιατί πάντα κάποιος βάζει την υπογραφή μου στο τέλος», τονίζει εμφατικά ο 79χρονος μουσικός.
Πλησιάζοντας στο τέλος της διαδρομής του σε αυτόν τον πλανήτη, ο Ντίλαν σκέφτεται καθόλου τον βιολογικό θάνατο;
Γιατί στο τραγούδι «I Contain Multitudes» υπάρχει ο στίχος «I sleep with life and death in the same bed» (Κοιμάμαι με τη ζωή και τον θάνατο στο ίδιο κρεβάτι).
«Σκέφτομαι τον θάνατο της ανθρωπότητας. Το παράξενο μακρύ ταξίδι του γυμνού πιθήκου. Κάθε ανθρώπινο ον, όσο ισχυρό ή δυνατό κι αν είναι, γίνεται εύθραυστο μπροστά στον θάνατο. Το σκέφτομαι αυτό γενικά, όχι σε προσωπικό επίπεδο», δηλώνει ο Ντίλαν.
Στο ίδιο τραγούδι, ο δημιουργός του βάζει να συνομιλεί η (πραγματική προσωπικότητα) Αννα Φρανκ με τον (φανταστικό χαρακτήρα) Ιντιάνα Τζόουνς.
«Η ιστορία της Φρανκ σημαίνει πολλά. Είναι μεγάλης σημασίας. Και είναι δύσκολο να την αρθρώσεις ή να την παραφράσεις στη σημερινή κουλτούρα», συνοψίζει ο Ντίλαν. Και προσθέτει ότι «παρόλο που ο Ιντιάνα Τζόουνς είναι φανταστικός χαρακτήρας, η μουσική του Τζον Ουίλιαμς τον έφερε στη ζωή. Χωρίς αυτήν τη μουσική, δεν θα ήταν καμία ιδιαίτερη ταινία. Είναι η μουσική που του έδωσε σάρκα και οστά».
Τέλος, και καθώς το νέο του άλμπουμ κινείται στα γνώριμα, για τον ίδιο, φολκ-μπλουζ μουσικά μονοπάτια, παραδέχεται και την τεράστια επιρροή των Rolling Stones στη σύγχρονη μουσική κουλτούρα, αλλά και στον ίδιο ως καλλιτέχνη.
«Θα ήθελα να είχα γράψει εγώ κάποια από τα τραγούδια τους. Ισως τα “Angie”, “Ventilator Blues” και τι άλλο, να σκεφτώ… Α, ναι, το “Wild Horses” σίγουρα», καταλήγει ο Ντίλαν.