Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία ενεργούν από κοινού απέναντι στην «επιθετικότητα της Ρωσίας» στην Ευρώπη, δήλωσε ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, υποδεχόμενος για πρώτη φορά στον Λευκό Οίκο τον καγκελάριο της Γερμανίας Όλαφ Σολτς.
Οπως επισήμανε, «ενεργούμε από κοινού για να συνεχίσουμε να αποτρέπουμε τις ρωσικές επιθέσεις στην Ευρώπη και για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της Κίνας». Συνέχισε λέγοντας ότι η Γερμανία είναι «ένας από τους στενότερους συμμάχους» των ΗΠΑ.
Από την πλευρά του, ο καγκελάριος έκανε λόγο και αυτός για «πολύ στενά συνδεδεμένους» συμμάχους, προτάσσοντας μεταξύ των θεμάτων στην ατζέντα των συνομιλιών την ουκρανική κρίση.
«Εκτιμώ πολύ ότι έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε όλα τα θέματα που θίξατε, είναι όλα πολύ σημαντικά», δήλωσε ο Σολτς, αναφερόμενος στην αρχική τοποθέτηση του προέδρου Μπάιντεν για τη ρωσική επιθετικότητα στην Ευρώπη, τις σχέσεις με την Κίνα, τα Δυτικά Βαλκάνια, την πανδημία, την κλιματική αλλαγή και την G7, της οποίας η Γερμανία ασκεί την προεδρία από την 1η Ιανουαρίου.
«Είμαστε πολύ στενά συνδεδεμένοι σύμμαχοι, συνεργαζόμαστε εντατικά και αυτό είναι απαραίτητο για τα βήματα που έχουμε μπροστά μας, όπως η αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας εναντίον της Ουκρανίας», πρόσθεσε ο Καγκελάριος για να καταλήξει: «Είναι λοιπόν μια σημαντική συνάντηση σε μια πάρα πολύ σημαντική χρονική στιγμή».
Παρά ταύτα, ορισμένοι αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον θεωρούν πολύ «υποχωρητικό» τον γερμανό καγκελάριο απέναντι στη Ρωσία.
Ο Σολτς προκάλεσε αναταραχή τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς αρνήθηκε να στείλει όπλα στην Ουκρανία. Παράλληλα, είχε αφήσει σε εκκρεμότητα το θέμα του αμφιλεγόμενου αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, μέχρι που δέχτηκε να τον συμπεριλάβει στη λίστα με τις πιθανές κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν στη Ρωσία στην περίπτωση μιας εισβολής στην Ουκρανία.
Νωρίτερα τη Δευτέρα, ο Σολτς προσπάθησε να καθησυχάσει τους Αμερικανούς. «Είμαστε στενοί σύμμαχοι και ενεργούμε συντονισμένα και ενωμένοι όταν πρόκειται να απαντήσουμε στις τρέχουσες κρίσεις», είπε στους δημοσιογράφους, επαναλαμβάνοντας ότι η Ρωσία θα πληρώσει «πολύ υψηλό τίμημα» αν εισβάλει στην Ουκρανία.