Μέχρι πριν από λίγες ημέρες, η παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας -στην οποία εμπίπτει και η μαγνητοφώνηση τηλεφωνικής συνομιλίας χωρίς τη γνώση και συναίνεση του παθόντος- ανήκε στην κατηγορία των κακουργηματικών πράξεων. Ετσι, η προβλεπόμενη ποινή, σε περίπτωση που ο δράστης κρινόταν ένοχος από το δικαστήριο, μπορούσε να φτάσει μέχρι και 10 χρόνια κάθειρξη.
Ωστόσο, με βάση τον νέο Ποινικό Κώδικα που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2019, το αδίκημα της παραβίασης του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας, από κακούργημα μετατράπηκε σε πλημμέλημα και τιμωρείται πλέον με ποινή φυλάκισης με ανώτατο όριο την πενταετία, αναλόγως της χρήσης.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Μίνας Μουστάκα στα «ΝΕΑ», αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο δράστης ενός τέτοιου αδικήματος δεν θα δικαστεί όπως με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, αλλά από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Ετσι, τα δικαστήρια, όποιες υποθέσεις φτάνουν ενώπιόν τους, θα τις κρίνουν με βάση τον ευμενέστερο για τον κατηγορούμενο νόμο. Εν ολίγοις, ακόμη και αν επανέλθει προσεχώς ένα αυστηρότερο καθεστώς ποινικής μεταχείρισης, δεν θα έχει εφαρμογή σε υποθέσεις αντίστοιχες με αυτήν που αντιμετωπίζει στην παρούσα χρονική στιγμή ο Παύλος Πολάκης.
Αξίζει να σημειωθεί πως στην αιτιολογική έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα, τονίζεται ότι με τη μετατροπή αυτή επιχειρήθηκε γενικά ο εξορθολογισμός των ποινών που είχαν επαυξηθεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.