Ενα από τα γλυπτά που εκτίθενται στο Λονδίνο | Konstantinos Tsakalidis / SOOC
Επικαιρότητα

Αρθρογράφος του Guardian: Ελλάδα και Βρετανία να… μοιράσουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Δεν θα είναι η πρώτη φορά που ένας «πολιτιστικός πόλεμος» ανάμεσα σε δύο χώρες θα τερματιστεί με συμβιβασμό υποστηρίζει και προσθέτει ότι θα μπορούσαν να γίνουν και αντίγραφα για όσα κομμάτια δεν έχει μία χώρα
Protagon Team

Μια σολομώντεια λύση προτείνει αρθρογράφος του Guardian για τα γλυπτά του Παρθενώνα: οι δύο χώρες πρέπει να τα μοιράσουν στη μέση για να σταματήσουν την μακρά διαμάχη μεταξύ τους.

Το άρθρο του Φλοριάν Σμιντ-Γκαμπέιν έρχεται σε συνέχεια της συνέντευξης στα «Νέα» του Χάρτβιγκ Φίσερ, διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου όπου βρίσκονται σήμερα τα Γλυπτά. Οπως είχε τονίσει ο Φίσερ,  το Μουσείο δεν θα τα δώσει ούτε καν θα τα δανείσει στην Ελλάδα.

Ο Σμιντ-Γκαμπέιν παίρνει θέση λέγοντας ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ένας «πολιτιστικός πόλεμος» ανάμεσα σε δύο χώρες θα τερματιστεί με συμβιβασμό. Εξηγεί ότι ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου «μάλλον απερίσκεπτα» χαρακτήρισε «δημιουργική πράξη» τη μεταφορά τους από την οθωμανοκρατούμενη Αθήνα στο Λονδίνο στις Αρχές του 19ου αιώνα.

«Κάποιοι έσπευσαν να παραφράσουν τα λεγόμενά του λέγοντας ότι η κλοπή έργων τέχνης είναι δημιουργική, και έτσι ξέσπασε καταιγίδα στα ΜΜΕ» εξηγεί ο αρθρογράφος.

Για τα επιχειρήματα υπέρ της μεταφοράς των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο στην Αθήνα λέει ότι αυτά «έχουν αναπτυχθεί από την εποχή που απομακρύνθηκαν οι αρχαίοι θησαυροί από την Ακρόπολη, στις αρχές του 19ου αιώνα».

Ποια είναι αυτά; «Οτι ένα μουσείο παγκόσμιας κλάσης θα έχανε την αίγλη του εάν τα γλυπτά επέστρεφαν στην Ελλάδα, ότι αποτελούν κομμάτι της ελληνικής κληρονομιάς όπως υποστήριζε η Μελίνα Μερκούρη, ότι τα μάρμαρα δεν θα είχαν επιβιώσει σε ελληνικά χέρια, ότι τα πιο εμβληματικά έργα της αρχαίας Ελλάδας πρέπει να εκτίθενται στο κοινό στον τόπο καταγωγής τους, ότι η μεταφορά τους στην Αγγλία ήταν νόμιμη ή παράνομη και τα λοιπά».

Για τον αρθρογράφο, «τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Ελληνες έχουν βάσιμα επιχειρήματα», επισημαίνει.

Με μια αναφορά στην αρχαία τραγωδία προσθέτει: «Ακόμη και οι Ελληνες θεοί μπορεί να δυσκολεύονταν να αποφασίσουν αν τα γλυπτά πρέπει να μείνουν στο Βρετανικό Μουσείο ή να επιστραφούν στην Ελλάδα. Ισως κατέληγαν στο ίδιο σημείο όπως στις “Ευμενίδες” του Αισχύλου: ένα αδιέξοδο, με ίσους αριθμούς ψήφων υπέρ και κατά της επιστροφής τους.

«Ομως, στην περίπτωση των Γλυπτών, και αντίθετα με όσα συμβαίνουν στις Ευμενίδες, αυτό θα ήταν καταστροφικό».

Εκεί προτείνει μια, όπως λέει, απλούστερη και προφανή λύση: η μοιρασιά 50:50.

Και εξηγεί: «Το Βρετανικό Μουσείο μπορεί να κρατήσει τα μισά Γλυπτά και η Ελλάδα τα άλλα μισά. Φυσικά, μπορεί να υπάρξουν κόντρες σχετικά με το ποιος θα πάρει τι. Ωστόσο αυτές είναι διαμάχες που μπορούν να επιλυθούν.

» Τα Γλυπτά δεν περιλαμβάνουν ένα σημαντικό κομμάτι και πολλά άλλα, μικρής σημασίας. Όλα τους είναι εξίσου σημαντικά.

» Πρόκειται για μια μοναδική κατάσταση και ευκαιρία, αν σκεφτεί κανείς ότι σε πολλές υποθέσεις αντιδικίας για αρχαία αντικείμενα δεν μπορεί να υπάρξει μοιρασιά. Δεν μπορείς να κόψεις τη Νεφερτίτη στη μέση ή να σπάσεις τον οβελίσκο του Λούξορ στην Πλας ντε λα Κονκόρντ [στο Παρίσι] στα δύο. Η Βρετανία και η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτούν αυτή την κατάσταση και να τερματίσουν επιτέλους τη διαμάχη τους».

Μπορούν ακόμη, όπως προτείνει, να φτιαχτούν αντίγραφα για τα κομμάτια που θα λείπουν, αν κάποια από τις δύο χώρες θέλει να την εκθέσει ολόκληρη. «Θα είναι δύσκολο για τους περισσότερους επισκέπτες να ξεχωρίσουν τα αυθεντικά από τα αντίγραφα. Ίσως μπορεί η ΕΕ να διαθέσει κάποια κονδύλια για αυτόν τον σκοπό, παρά το Brexit».