«Ερχομαι στον Παναθηναϊκό για να πάρουμε τίτλους». Η αισιοδοξία του, τον Ιούλιο του 2011, είχε το ελαφρυντικό της άγνοιας. Ούτε, καν, ο ατζέντης του δεν του είχε μιλήσει για ‘κείνα τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονταν απειλητικά πάνω από τη νέα του ομάδα. Οι πολυμετοχικοί είχαν λακίσει, ο Γιάννης Βαρδινογιάννης ετοιμαζόταν να «παρκάρει» τις μετοχές του, και το «Τριφύλλι» έμπαινε στην εποχή του μεγάλου μαρασμού. Πολύ κακό τάιμινγκ για έναν 23χρονο ποδοσφαιριστή γεμάτο όνειρα και φιλοδοξίες, όμως η αλήθεια είναι πως αυτή η δύσκολη συγκυρία τον έφερε στην Ελλάδα. Εάν ο σύλλογος δεν είχε αρχίσει να ξεμένει από χρήματα, παίκτης με το δικό του βιογραφικό δεν θα περνούσε ούτε έξω από την πόρτα του.
Ο Ζοσέ Κάρλος Γκονσάλβες Ροντρίγκεζ -περισσότερο γνωστός ως «Ζέκα», από το «πάντρεμα» των δύο πρώτων ονομάτων του- ήταν η φθηνή λύση για τη μεσαία γραμμή που ο (τότε) προπονητής, Ζεσουάλντο Φερέιρα, αναζητούσε στα… πανέρια της πατρίδας του. Εκείνο το καλοκαίρι (2011) ο Ζέκα είχε, μόλις, ολοκληρώσει την πρώτη του σεζόν σε υψηλό επίπεδο, με τη φανέλα της Βιτόρια Σετούμπαλ. Μέχρι τα 22 του, την μπάλα την είχε μόνο για να περνάει την ώρα του. Οσο δεν του τηλεφωνούσε η «ομάδα της καρδιάς του», η Σπόρτινγκ Λισσαβώνας, δεν ήξερε αν το ήθελε πραγματικά να γίνει επαγγελματίας. Σπούδαζε και, ταυτοχρόνως, έπαιζε στην άσημη Κάσα Πία. Στην αρχή ως δεξί μπακ, αργότερα ως χαφ. Εκεί τον ανακάλυψε, όλως τυχαίως, ο προπονητής της Σετούμπαλ, Μανουέλ Φερνάντες, και του άνοιξε την πόρτα της Α’ Κατηγορίας της Πορτογαλίας.
Το ντεμπούτο του στον Παναθηναϊκό ήταν εφιαλτικό: έπαιξε 25 λεπτά, ως αλλαγή του Σιμάο, στην ήττα (3-0) από τη Μακάμπι στο Ισραήλ, στα play-offs του Europa League. Στα έξι χρόνια που ακολούθησαν, έμελλε να δοκιμάσει πολλές τέτοιες πίκρες. Εζησε, όμως, και καλές στιγμές: την κατάκτηση ενός Κυπέλλου (που ήταν ο μόνος του τίτλος στην Ελλάδα), μία μεγάλη νίκη επί του Ολυμπιακού, ένα γκολ που πέτυχε στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», δύο ανανεώσεις συμβολαίου που ανέβασαν τις αποδοχές του, την τιμή να γίνει αρχηγός της ομάδας του, την κλήση του στην Εθνική Ελλάδας και -κυρίως- την αναγνώριση της εξέδρας.
Με τον κόσμο του Παναθηναϊκού τον έδεσε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση. Ιδρωνε τη φανέλα – και αυτό τον έκανε εξαιρετικά αγαπητό. Ετρεχε ατέλειωτα χιλιόμετρα σε κάθε παιχνίδι μέχρι το τελευταίο λεπτό, κυνηγούσε τις φάσεις, έδινε μάχες, έπαιζε με τον ίδιο ζήλο σε όποια θέση της ενδεκάδας κι αν τον έβαζε ο προπονητής του, ήταν συγκινητικός ακόμη και στις πιο κακές του εμφανίσεις. Είναι πολύ σπάνιο, η κερκίδα να λατρέψει έναν ποδοσφαιριστή με τα φτωχά τεχνικά χαρακτηριστικά του Ζέκα. Εκείνο που τον ξεχώριζε από τον σωρό, ήταν αυτός ο δυσεύρετος συνδυασμός: του πάθους του ερασιτέχνη με τη συνέπεια του επαγγελματία.
Υπήρξαν, όμως, και δύσκολες στιγμές. Οι συχνές εμφανίσεις του στο νυχτερινό κέντρο που τραγουδούσε ο αγαπημένος του καλλιτέχνης, Πάνος Κιάμος, είχαν προκαλέσει αντιδράσεις στις τάξεις των οπαδών. Πίστευε πως, επειδή στο γήπεδο «τα έδινε όλα», στις ελεύθερες ώρες του είχε το δικαίωμα να κάνει το κέφι του – και στα μπουζούκια δεν μπορούσε να αντισταθεί. Λάθος του. Ως αρχηγός της ομάδας, όφειλε να δώσει το καλό παράδειγμα. Τον περασμένο Οκτώβριο, «τα άκουσε» περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ο Παναθηναϊκός είχε χάσει από την Ξάνθη -μαζί με το ματς και την πρώτη θέση στη βαθμολογία-, κι εκείνος πήγε στη Φουρέιρα. Τον αναγνώρισαν, τον φωτογράφισαν και το γλέντι… του βγήκε ξινό.
Δεν ήταν μόνον τα νυχτοπερπατήματά του, για τα οποία κατά καιρούς κατηγορήθηκε, αλλά και ο εκρηκτικός του χαρακτήρας στο γήπεδο. Τον περασμένο Δεκέμβριο, στη Λάρισα, αποβλήθηκε επειδή χτύπησε αντίπαλό του εκτός φάσης. Τον Φεβρουάριο του 2016, στα Γιάννενα, αντίκρυσε δύο κίτρινες κάρτες μέσα σε πέντε λεπτά. Πριν από δύο χρόνια, στην Ξάνθη, δέχτηκε απευθείας κόκκινη για αντιαθλητικό μαρκάρισμα. Ολα αυτά τα χρόνια, χρεώθηκε με αμέτρητες, αχρείαστες κίτρινες κάρτες. Ηταν η άλλη όψη του πάθους με το οποίο αγωνιζόταν.
(Το βίντεο που αφιέρωσε στον Ζέκα ο Παναθηναϊκός. Με το αγαπημένο του τραγούδι)
Στα δύσκολα, ποτέ δεν κρύφτηκε. Το περιβραχιόνιο του αρχηγού, το οποίο φόρεσε από το 2013, το τίμησε όσο λίγοι. Ακόμη και όταν η ατμόσφαιρα «μύριζε μπαρούτι» -πράγμα που συνέβαινε συχνά στον Παναθηναϊκό επί των ημερών του- ο Ζέκα δεν απέφευγε τις κάμερες και τα μικρόφωνα. Προσπαθούσε, έστω με δυο λόγια, να δώσει στον κόσμο μιαν εξήγηση, να ζητήσει συγγνώμη, να ηρεμήσει τα πνεύματα. Το έκανε και στη χειρότερη βραδιά της καριέρας του, τον Αύγουστο του 2015. Ο Παναθηναϊκός είχε, μόλις, αποκλειστεί από την Καμπάλα και η Λεωφόρος «έβραζε» από οργή. Ολοι οι παίκτες είχαν τρυπώσει στα αποδυτήρια. Μόνον εκείνος τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά στη Θύρα 13, λες και ήταν ο μοναδικός κατηγορούμενος σε αυτό το λαϊκό δικαστήριο. Εσκυψε το κεφάλι και ξέσπασε σε λυγμούς. Οι οπαδοί τα ‘χασαν με το θάρρος του. Σταμάτησαν τις αποδοκιμασίες και τον αποθέωσαν. Ηταν το highlight της ζωής του με την πράσινη φανέλα.
Τον Παναθηναϊκό τον αγάπησε. Πολλές φορές αγωνίστηκε ασθενής ή τραυματίας, θέλοντας να βοηθήσει την ομάδα. Δεν υπήρξε ο συνήθης μισθοφόρος. Κάθε σεζόν έπαιξε σε πάνω από 30 παιχνίδια – και σε 247 στο σύνολο, σε όλες τις διοργανώσεις. Εγινε ο τέταρτος ξένος παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στα χρονικά του «Τριφυλλιού», πίσω από τρία «ιερά τέρατα» του συλλόγου: τον Βαζέχα, τον Βάντσικ και τον Ρότσα. Σκόραρε εννέα φορές. Το αγαπημένο του γκολ είναι αυτό που πέτυχε σε βάρος της Τότεναμ, στο «Ουάιτ Χαρτ Λέιν», σε ματς του Europa League.
Αγάπησε και τη χώρα. Εμαθε να μιλά απταίστως τα Ελληνικά και, μόλις συμπλήρωσε πέντε χρόνια παραμονής εδώ, ζήτησε να πάρει την ελληνική ιθαγένεια, προκειμένου να αγωνιστεί και με την Εθνική. Τον περασμένο Μάρτιο παρέλαβε το ελληνικό διαβατήριο και, αμέσως μετά, ο Μίχαελ Σκίμπε τον κάλεσε στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Οπως έχει δηλώσει στα ΝΕΑ, έκανε και πρόβες για να μάθει τον Εθνικό Υμνο.
Ο Ζέκα προοριζόταν να «γεράσει» στον Παναθηναϊκό. Ωσπου ήρθε αυτή η πρόταση που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Η Κοπεγχάγη του πρόσφερε τριετές συμβόλαιο, έναντι περίπου ενός εκατομμυρίου ευρώ ετησίως (με τα μπόνους). Θα είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος ξένος του πρωταθλήματος της Δανίας. Για το ποδοσφαιρικό μέγεθος του πορτογάλου χαφ, το ποσό είναι «τρελό». Οταν πρωτοήρθε στην Αθήνα, έπαιρνε 230.000 ευρώ. Επειτα από δυο ανανεώσεις (2014, 2016), οι αποδοχές του πλησίασαν τις 600.000 – και οι πληρωμές στον Παναθηναϊκό είναι… κινητή εορτή.
Αλλά και ο Παναθηναϊκός, αυτή την εποχή «καίγεται» για ρευστότητα. Οι Δανοί προθυμοποιήθηκαν να πληρώσουν 2,6 εκατομμύρια ευρώ, για έναν παίκτη που το 2011 κόστισε 370.000. Και το 1,7 εκατ. ευρώ το δίνουν «μπροστά». Ο Αλαφούζος ήθελε να τον κρατήσει. Ο Ζέκα ήθελε να μείνει. Το αμοιβαίο συμφέρον, όμως, αποφάσισε αλλιώς και για τους δύο. Ο «καλός στρατιώτης» Ζέκα έφυγε, αφήνοντας πίσω του τα ίδια μαύρα σύννεφα που τον είχαν υποδεχτεί και τότε στη μετέπειτα δεύτερη πατρίδα του.