«Arsene who?». Ο άγνωστος αλσατός τεχνικός που την 1η Οκτωβρίου 1996 αφίχθη στο Νησί, από την Ιαπωνία, για να αναλάβει την Αρσεναλ δεν γέμισε το μάτι του βρετανικού Τύπου. Εδώ που τα λέμε, ο ψιλόλιγνος κύριος με τα γυαλάκια και τους καλούς τρόπους δεν γέμισε το μάτι κανενός. Εμοιαζε περισσότερο με δάσκαλο, με διπλωμάτη, με χαρτογιακά, παρά με προπονητή ποδοσφαίρου. Η Αγγλία τον υποδέχθηκε απρόθυμα. Στο καθιερωμένο «πουλ» των γραφείων στοιχημάτων, η απόλυση του Αρσέν Βενγκέρ πριν από τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς έδινε τη χαμηλότερη απόδοση.
Πράγματι, δεν ήταν ο τυπικός προπονητής. Ηταν ο πατριάρχης μιας νέας γενιάς προπονητών – μάνατζερ που δεν αποφάσιζαν μόνο για την ενδεκάδα ή την τακτική του παιχνιδιού, αλλά είχαν λόγο στα πάντα: στις μετεγγραφές, τα οικονομικά, το μάρκετινγκ, τη φυσιογνωμία του συλλόγου, τις αθλητικές εγκαταστάσεις, τα γήπεδα, τις παροχές προς τους φιλάθλους – θεατές. Η αποχώρηση του Γάλλου από τον λονδρέζικο σύλλογο, μετά τη λήξη της σεζόν, σηματοδοτεί το τέλος μιας κουλτούρας που εκείνος εισήγαγε στο αγγλικό ποδόσφαιρο και υπήρξε η προσωποποίησή της.
Ο Βενγκέρ δεν άλλαξε μόνον την Αρσεναλ, αλλά και την παλαιομοδίτικη -τότε- φιλοσοφία των Αγγλων για το αγαπημένο τους σπορ. Κατέβασε την μπάλα στο χορτάρι. Δίδαξε ότι η τεχνική νικά τη δύναμη. Καθιέρωσε το ποδόσφαιρο υπομονής -το λεγόμενο passing game- με τελικό στόχο την καταλυτική κάθετη μπαλιά, πριν καν το δούμε από την Μπαρτσελόνα. Εφηύρε νέους τρόπους προπόνησης. Ανέδειξε τη σημασία της δουλειάς στις ακαδημίες. Εδειξε πώς ένας σύλλογος μπορεί να πλουτίσει από τις υπεραξίες φθηνών, νεαρών παικτών. Στα χέρια του ανδρώθηκαν μερικοί από τους σπουδαιότερους παίκτες των δυο τελευταίων δεκαετιών. Σιγά – σιγά, όλοι υιοθέτησαν τις νέες ιδέες. Ηταν εκείνος που έπεισε τους Αγγλους, οι οποίοι πριν από δύο δεκαετίες εμπιστεύονταν μόνον τους δικούς τους προπονητές, να παραδώσουν τους πάγκους των ομάδων τους στους ξένους.
Μόλις λίγους μήνες μετά την άφιξή του στο Λονδίνο, το προβλέψιμο και βαρετό παιχνίδι της Αρσεναλ είχε γίνει συναρπαστικό. Στο «Χάιμπουρι» παιζόταν, επί χρόνια, το πιο θεαματικό ποδόσφαιρο στην Αγγλία. Ο Βενγκέρ υπέγραψε 17 τίτλους. Ξεχωρίζουν τα τρία Πρωταθλήματα (δύο νταμπλ) και τα επτά Κύπελλα FA. Οι καλύτερές του μέρες ήταν τη σεζόν 2003-2004, στον τελευταίο -μέχρι σήμερα- τίτλο της Premier League. Εκείνη η «ανίκητη» ομάδα συμπλήρωσε ένα σερί 49 αγώνων χωρίς ήττα. Επίτευγμα αδιανόητο, ιδίως για την Αγγλία. Παραλλήλως, ο σύλλογος γιγαντώθηκε οικονομικά, απέκτησε ένα υπερσύγχρονο γήπεδο και αποθέωσε το μάρκετινγκ. Ολα χάρη στη νοικοκυροσύνη του μάνατζερ Αρσέν. Που, όμως, αδίκησε τον προπονητή Αρσέν.
Ο καλός προπονητής φαίνεται από τα τρόπαια που φέρνει στον σύλλογο. Ο καλός μάνατζερ, από τα εκατομμύρια που πλεονάζουν στο ταμείο του. Μπροστά σε αυτόν τον «διχασμό», ο Βενγκέρ δεν αμφιταλαντεύτηκε ούτε στιγμή. Το βασικό μέλημα της Αρσεναλ κάθε χρόνο ήταν να κλείσει την οικονομική χρήση με θετικό πρόσημο. Το αποτέλεσμα, αναμενόμενο: το λονδρέζικο κλαμπ είναι, πλέον, από τα πιο πλούσια στην Ευρώπη, όμως μετράει 14 ολόκληρα χρόνια χωρίς Πρωτάθλημα και την Κούπα του Champions League ούτε που την ξαναπλησίασε μετά το 2006, που την έχασε στον τελικό από την Μπαρτσελόνα.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι οπαδοί των «Κανονιέρηδων» ξεχνούσαν όλο και περισσότερο σε ποια κατάσταση είχε παραλάβει την ομάδα τους ο αναμορφωτής της. Χάρηκαν μπάλα, χάρηκαν γήπεδο, όμως κάποια στιγμή βαρέθηκαν. Βαρέθηκαν να τερματίζουν στην τέταρτη θέση, να μην παίρνουν το Πρωτάθλημα, να αποχαιρετούν το Champions League από τη φάση των «16», να περιμένουν ματαίως ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο ή μια σπουδαία μετεγγραφή, την ώρα που το κλαμπ είχε ταμειακό περίσσευμα πάνω από 200 εκατ. ευρώ.
Από το 2016, τον Βενγκέρ δεν τον ήθελαν, πια, στο τιμόνι της ομάδας τους. Οι εναντίον του αποδοκιμασίες έγιναν συνηθισμένο φαινόμενο. Πρώτα εμφανίστηκαν κάποια πανό, που έγραφαν: «Σε ευχαριστούμε, αλλά είναι ώρα να φεύγεις». Επειτα τα πανό έγιναν περισσότερα, και λιγότερο… κομψά. Πριν από δυο χρόνια, αμέσως μετά τον αποκλεισμό της Αρσεναλ από την Ουότφορντ, στο Κύπελλο Αγγλίας, βενγκερικοί και αντι-βενγκερικοί ήρθαν στα χέρια έξω από το γήπεδο. Και λίγες μέρες αργότερα, στο 1-1 με την Κρίσταλ Πάλας, οι κερκίδες κοκκίνησαν από ντροπή με τις χυδαιότητες που ακούστηκαν εις βάρος του προπονητή, όπως έγραψε η Mirror. Το ποτήρι ξεχείλισε, όταν μέχρι και η Λέστερ στέφθηκε Πρωταθλήτρια.
Ο Αλσατός αρνήθηκε να αλλάξει τακτική. Επέμεινε να είναι ο τελευταίος προπονητής που αντιστέκεται στην ανάγκη να δαπανήσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί, ώστε να κάνει την ομάδα του πιο ανταγωνιστική. Κάθε καλοκαίρι, από το μπάτζετ που είχε στη διάθεσή του για να αγοράσει παίκτες, είναι ζήτημα αν ξόδευε τα μισά. Στο δικό του μυαλό, το ότι η Αρσεναλ γιγαντώνεται οικονομικά θα έπρεπε να φτάνει και να περισσεύει στους οπαδούς της. Γιατί η ευτυχία στο ποδόσφαιρο δεν είναι οι τίτλοι, αλλά το θέαμα και οι ανέσεις για τον θεατή.
Μπορεί να έχει δίκιο. Το βέβαιον είναι, ότι άργησε να πάρει την απόφαση να αποχωρήσει. Επρεπε να το έχει κάνει το 2015, έπειτα από εκείνο το 4-0 επί της Αστον Βίλα στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας. Για να φύγει «καβάλα στ’ άλογο», όπως του άξιζε. Εκτός εάν… Εκτός εάν η Αρσεναλ, που παίζει στους ημιτελικούς με την Ατλέτικο Μαδρίτης, κατορθώσει να πάρει το Europa League…
Η διοίκηση τον στήριζε απολύτως. Ακόμη και σήμερα θα του έδινε νέο συμβόλαιο. Ποιος επιχειρηματίας δεν θα ήθελε έναν διευθυντή που του φέρνει κέρδη δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο; Η αποχώρησή του, ένα χρόνο πριν από τη λήξη του συμβολαίου του, ήταν προσωπική του επιλογή. Το γιατί -γιατί τώρα- είναι ένα μυστήριο. Στην προπόνηση της Παρασκευής, πάντως, όπου ανακοίνωσε την απόφασή του στους παίκτες του, έκλαψαν όλοι. Ακόμη και όσοι το 1996, που ανέλαβε, ήταν αγέννητοι.
Το μέλλον της Αρσεναλ θα δείξει τι ήταν, πραγματικά, ο Βενγκέρ. Ηταν αυτός που οι οπαδοί λάτρεψαν επειδή την έβγαλε από τη μιζέρια, ή αυτός που οι οπαδοί μίσησαν επειδή ο συντηρητισμός του της στέρησε τίτλους και χαρές. Μέχρι τότε, «merci Arsene», όπως γράφει και το club που το μεσημέρι της Παρασκευής ανακοίνωσε τα μαντάτα.