Το σημείο στο οποίο είχε συγκεντρωθεί ο ελληνικός στόλος πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ, υποστηρίζουν ότι ανακάλυψαν έλληνες αρχαιολόγοι. Πρόκειται για το λιμάνι του αρχαίου δήμου, οι εγκαταστάσεις του οποίου σήμερα βρίσκονται κάτω από τη θάλασσα στην περιοχή του Αμπελακίου-Κυνόσουρας.
Στο εσωτερικό τμήμα του όρμου ανακαλύφτηκε το εμπορικό και -πιθανότατα- πολεμικό λιμάνι του αρχαίου δήμου της Σαλαμίνας, που ήταν το σημαντικότερο και πλησιέστερο στην πόλη-κράτος της Αθήνας, έπειτα από τα τρία λιμάνια του Πειραιά που βρίσκονταν σε Κάνθαρο, Ζέα και Μουνιχία (Μικρολίμανο).
Σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού, τον περασμένο Νοέμβριο και Δεκέμβριο, διενεργήθηκε στο πλαίσιο τριετούς προγράμματος υποβρύχια αναγνωριστική έρευνα στις ανατολικές ακτές της Σαλαμίνας και συγκεκριμένα στην περιοχή Αμπελακίου-Κυνόσουρας.
Πρόκειται για τον χώρο συγκέντρωσης τμήματος του ενωμένου ελληνικού στόλου την παραμονή της μεγάλης ναυμαχίας του 480 π.Χ., ο οποίος γειτνιάζει με τα σημαντικότερα μνημεία της Νίκης: το πολυάνδρειον (τύμβο) των Σαλαμινομάχων και το Τρόπαιον, επί της Κυνόσουρας. Αναφορές στον αρχαίο λιμένα της Σαλαμίνος υπάρχουν στα έργα του γεωγράφου Σκύλακα (του 4ου αι. π.Χ.), του γεωγράφου Στράβωνα (του 1ου αι. π.Χ.-1ου αι. μ.Χ.) και του περιηγητή Παυσανία (του 2ου αι. μ.Χ.).
Από την έρευνα επιβεβαιώθηκε ότι και στις τρεις πλευρές του όρμου του Αμπελακίου (βόρεια, δυτική και νότια) διατηρούνται καταβυθισμένες αρχαιότητες, οι οποίες σταδιακά βυθίζονται και αναδύονται, ανάλογα με την μεταβολή της στάθμης της θάλασσας, η πτώση της οποίας, ιδιαίτερα τον Φεβρουάριο, φθάνει το μισό μέτρο.
Στα αρχαία κατάλοιπα που αναγνωρίσθηκαν στον αιγιαλό και σε ρηχά ύδατα περιλαμβάνονται λιμενικές δομές, οχυρωματικές κατασκευές και διάφορες κτιριακές εγκαταστάσεις. Μετά από αεροφωτογράφηση, φωτογραμμετρική επεξεργασία και τοπογραφική και αρχιτεκτονική τεκμηρίωση όλων των ορατών στοιχείων, προέκυψε ο πρώτος ενάλιος αρχαιολογικός χάρτης της περιοχής, που θα αποτελέσει την βάση για την συνέχιση της έρευνας κατά τα επόμενα έτη.
Παράλληλα, εξελίχθηκε και η γεωφυσική και η γεωαρχαιολογική έρευνα, από την ομάδα του Πανεπιστημίου Πατρών, με την χρησιμοποίηση, σε πρώτη φάση, ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης, θαλάσσιου μαγνητόμετρου και συστήματος συρόμενης υποβρύχιας κάμερας, με στόχο τον εντοπισμό στοιχείων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στον πυθμένα και τον προσδιορισμό της ακτογραμμής του όρμου κατά την κλασική εποχή. Τα υψηλής ποιότητας ψηφιακά δεδομένα που συλλέχθηκαν αναμένεται να συμβάλουν σημαντικά στην ανασύνθεση της παράκτιας παλαιογεωγραφίας της περιοχής.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει θαλάσσια (εν μέρει βαλτώδης) έκταση στην βορειοδυτική πλευρά του όρμου, η οποία φαίνεται να αποτελεί προστατευμένη περιοχή. Ορίζεται, στα νότια, από μακρό τοίχο (βραχίονα) εντυπωσιακού μήκους (160 μ. περίπου), στο πέρας του οποίου υπάρχει κυκλικός αμυντικός πύργος διαμέτρου 7 μ. (τύπου γνωστού από άλλους οχυρωμένους λιμένες), και στα ανατολικά, από νεότερο μώλο (μήκους 48 μ.), κατασκευασμένο με αρχαίο οικοδομικό υλικό, ενδεχομένως επάνω σε αρχαίο υπόβαθρο.
Στα δυτικά του νεώτερου μώλου αποκαλύφθηκε, με επιφανειακό καθαρισμό, σειρά μεγάλων καλά λαξευμένων δόμων, στον άξονα βόρεια-νότια και σε μήκος 12 μ. περίπου, που φαίνεται να ανήκει σε στιβαρή και επιμελημένη κτιριακή ή άλλη δομή, πιθανώς δημοσίου χαρακτήρα. Σε κάποια απόσταση δυτικότερα, τεκμηριώθηκε η ύπαρξη μεγάλης επιμήκους κατασκευής, διαστάσεων 21 x 9,20 μ. περίπου.
Από τα κατάλοιπα που εντοπίσθηκαν στη νότια πλευρά του όρμου, ξεχωρίζουν, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, λιθορριπές (κυματοθραύστες), μώλος μήκους 40 μ. και μακρός τοίχος (μήκους 30 μ. περίπου) παράλληλος προς την ακτή, με συναπτόμενη τετράγωνη πιθανόν πυργοειδή κατασκευή, διαστάσεων 6 x 6 μ.
Τέλος, στο πλαίσιο της εναρκτήριας έρευνας πραγματοποιήθηκε περισυλλογή επιφανειακών χαρακτηριστικών ευρημάτων στη βόρεια και στη δυτική πλευρά του όρμου. Απέδωσε πλήθος θραυσμάτων εμπορικών (οξυπύθμενων) αμφορέων και άλλων αγγείων διαφόρων περιόδων, ένα χάλκινο νόμισμα Κορίνθου του 4ου αι. π.Χ. και μικροαντικείμενα. Το μεγαλύτερο ποσοστό της επιφανειακής κεραμικής χρονολογείται στην κλασική και στην ελληνιστική εποχή και οπωσδήποτε συνδέεται με την λειτουργία των κύριων εγκαταστάσεων του λιμένος της Σαλαμίνας κατά τις ακμαιότερες φάσεις της αθηναϊκής ιστορίας.
Η έρευνα έγινε με τη συνεργασία της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, υπό την διεύθυνση της Προϊσταμένης της Εφορείας δρ. Αγγελικής Σίμωσι, και του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, υπό την διεύθυνση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και προέδρου του Ινστιτούτου Γιάννου Λώλου, με την συμμετοχή του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, υπό τον καθηγητή Γιώργο Παπαθεοδώρου και με κύρια οικονομική υποστήριξη από το βρετανικό ίδρυμα Honor Frost.
Είναι η πρώτη συστηματική υποβρύχια έρευνα η οποία εγκαινιάζεται από ελληνικούς φορείς (με 20μελή επιστημονική ομάδα), σε βεβαρυμένο θαλάσσιο περιβάλλον, αλλά σε χώρο μείζονος ιστορικής σημασίας.