«Οπουδήποτε αλλού υπάρχει αστάθεια. Αλλά αυτό που κάνει η Άνγκελα Μέρκελ είναι να κρατά σταθερή αυτή τη χώρα», δήλωσε πρόσφατα ένας γερμανός ψηφοφόρος σε αμερικανό δημοσιογράφο, κατά τη διάρκεια πολιτικής συγκέντρωσης στη Λειψία. Δεν επρόκειτο όμως για συγκέντρωση της καγκελαρίου αλλά του αντιπάλου της, του Μάρτιν Σουλτς.
Μόλις πριν από μερικούς μήνες ο (άγνωστος, έως τότε, σε πολλούς συμπατριώτες του) πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έδειχνε αποφασισμένος αλλά και ικανός (να αποπειραθεί, έστω) να φέρει τα πάνω κάτω στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας και να πετύχει το αδιανόητο. Αφότου ανέλαβε τα ηνία των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), τα ποσοστά του κόμματος βελτιώθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα πολλοί να ξεκινήσουν να διερωτώνται αν έφτασε, επιτέλους η ώρα, έπειτα από μια δωδεκαετία που κατέχει την εξουσία, για την εκθρόνιση της Άνγκελα Μέρκελ. Μάλιστα ο Μάρτιν Σουλτς δεσμεύτηκε προσωπικά για την «κατάκτηση της καγκελαρίας».
Σήμερα, ωστόσο, μερικές ημέρες πριν από την προσφυγή των Γερμανών στις κάλπες -την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου- η Frau Μέρκελ έχει σχεδόν εξασφαλίσει μια τέταρτη θητεία. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν στην Ένωση CDU/ CSU σημαντικό προβάδισμα έναντι των Σοσιαλδημοκρατών με τον Σουλτς να φλερτάρει, πλέον, ακόμα και με το άκρως απογοητευτικό 20%. Φαίνεται, οπότε, πως οι Γερμανοί εξακολουθούν να προτιμούν τη σταθερότητα αλλά και την οικειότητα που τους προσφέρει η Frau Μέρκελ -γνωστή στην πατρίδα της και ως «Mutti» (Μητέρα)- παρά τη σχετική αλλαγή που υπόσχεται ο Σουλτς.
Μέρος του προβλήματος έγκειται στην αναγκαστική αλλά σταθερή (για πολλά χρόνια) «μεγάλη συμμαχία» των Σοσιαλδημοκρατών με την Ένωση της Μέρκελ, γεγονός που παρείχε στην καγκελάριο τη δυνατότητα να επισκιάσει σχεδόν απόλυτα τους κυβερνητικούς εταίρους της, εφαρμόζοντας ακόμα και κατεξοχήν «αριστερές» πολιτικές, όπως η απόφασή της να υποδεχτεί εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες στη Γερμανία. Με λίγα λόγια, η καγκελάριος, συγκυβερνώντας επί σειρά ετών με το SPD, κατάφερε να περιορίσει ακόμα και την όποια αντιπολιτευτική ισχύ του κόμματος, στην καθόλου απίθανη περίπτωση που αναγκαστεί να αλλάξει έδρανα.
Την ίδια ώρα, οι Σοσιαλδημοκράτες πρέπει ν’ ανησυχούν και για την άνοδο της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), το ακροδεξιό (νεοναζιστικό) και ξενοφοβικό κόμμα το οποίο «κλέβει» -όπως και το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke)- ψηφοφόρους από τη δεξαμενή της εργατικής τάξης. Αλλά εκτιμάται πως τα ακραία, αυτά, κόμματα θα λάβουν στο σύνολό τους περί το 25% των ψήφων. Την ώρα που στην Ευρώπη συνεχίζονται οι εντάσεις και οι αψιμαχίες όσον αφορά ζητήματα όπως το Προσφυγικό και η περαιτέρω οικονομική ενοποίηση της ΕΕ, στην Γερμανία είναι σχεδόν βέβαιο πως για ακόμα μια φορά θα επικρατήσει άνετα το στάτους κβο όπως αυτό καθορίζεται από τις βουλές της Άνγκελα Μέρκελ.
Και αυτό συμβαίνει όχι γιατί οι Γερμανοί αδιαφορούν για την πολιτική ή τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής αλλά διότι «αποδέχτηκαν το γεγονός ότι η πολιτική στη χώρα καθορίζεται από μια κεντρώα συναίνεση που δεν αφήνει πολλά περιθώρια επιλογής στις κάλπες», εξηγεί σε άρθρο του στους New York Times ο Γιόχεν Μπίτνερ της Die Zeit. Αυτή η συναίνεση στον χώρο του ευρύτερου Κέντρου δεν είναι απαραίτητα κακή, δεδομένης της ανόδου και της επίδρασης των λαϊκιστικών δυνάμεων (αριστερών και δεξιών) που συντάραξαν και μετάλλαξαν τους πολιτικούς (και όχι μόνο) συσχετισμούς στη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και τη Γαλλία. Οπότε, οι όποιες προβλέψεις δεν έχουν να κάνουν με το ποιος θα επικρατήσει αλλά με ποιους θα κυβερνήσει η «Μητέρα» όλων των Γερμανών. Και δεν αποκλείεται η καγκελάριος να σνομπάρει τους Σοσιαλδημοκράτες και να σχηματίσει μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους (φιλ)Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) του Κρίστιαν Λίντνερ και τους Πράσινους. Ασκώντας με επιμονή και εν τέλει τελειοποιώντας την πολιτική της συναίνεσης και υπολογίζοντας στη σύνεση (άλλα και τον φόβο για αλλαγή) των γερμανών ψηφοφόρων, η Μέρκελ κατέληξε να είναι σχεδόν ανίκητη.
Αποχώρηση πριν ολοκληρώσει τη θητεία της;
Ενδέχεται, ωστόσο, η διαφαινόμενη επικράτησή της και περαιτέρω παραμονή της στην εξουσία να μην συμβάλει τελικά στη διατήρηση αυτής της σταθερότητας στη Γερμανία. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει ο Ισχάαν Θαρόρ της Washington Post, και επισημαίνει δύο λόγους: πρώτον, διότι η πολύκροτη αυτή σταθερότητα έχει αποξενώσει τη νεολαία της Γερμανίας από την πολιτική. «Οι ψηφοφόροι ηλικίας κάτω των 26 ετών δεν έχουν λάβει ποτέ μέρος σε ομοσπονδιακές εκλογές με το αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρο εκ των προτέρων. Είναι δύσκολο να πειστούν ότι η ψήφος τους έχει πράγματι σημασία», του εξήγησε o Φριτζ Έσσερ της Bild.
Δεύτερον, γιατί εάν και όποτε η Μέρκελ αποφασίσει να αποσυρθεί από την πολιτική έπειτα από τόσα χρόνια απόλυτης κυριαρχίας, θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να καλυφθεί το κενό. «Στο εσωτερικό της χώρας, τα στελέχη του κόμματός της θα εμπλακούν σε εσωκομματικές αντιπαραθέσεις όσον αφορά την πορεία τους όταν η Μέρκελ αποφασίσει να αποσυρθεί ή να μην θέσει ξανά υποψηφιότητα», εκτιμά ο Σεμπάστιαν Φεγιόκ, αναλυτής στο German Council on Foreign Relations του Βερολίνου. «Τα τελευταία χρόνια συμφώνησαν απρόθυμα να συμπεριληφθούν ακόμα περισσότερες αριστερές πολιτικές στο πρόγραμμα του CDU ώστε να διατηρήσουν την εξουσία. Μόνον να μαντέψει μπορεί κανείς για πόσο ακόμα θα συνεχιστεί αυτό όταν αποσυρθεί και αρχίσει η μάχη για τη διαδοχή της», πρόσθεσε.
Το ότι η Γερμανία χρειάζεται αλλαγή είναι δεδομένο και η καγκελάριος Μέρκελ είναι πράγματι πολύ οικεία για να ηγηθεί αυτής. Το ενδεχόμενο να αποχωρήσει πριν ολοκληρώσει τη θητεία της δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πριν από ενάμιση χρόνο, στο απόγειο της προσφυγικής κρίσης και μετά τη μαζική σεξουαλική παρενόχληση δεκάδων γυναικών στην Κολωνία την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2016, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που θα πόνταραν στην επιβίωση της Μέρκελ. Εκείνη όμως, άντεξε, Παρότι είχαν προηγηθεί οι ορδές των κατατρεγμένων της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής που κατέκλυσαν τη Γερμανία και τα δισεκατομμύρια ευρώ που δόθηκαν για τη διαχείριση της κρίσης στην Eυρωζώνη. Και τώρα είναι έτοιμη ν’ αναλάβει ξανά τα ηνία της χώρας της, Γνωρίζοντας πως ειδικά αυτήν την περίοδο είναι αναντικατάστατη. Όχι μόνον για την Γερμανία αλλά και για την Ευρώπη και ολόκληρη τη Δύση.