Επικαιρότητα

Αναζητώντας την Ευτυχία – με τον Γιάννη Μπέζο

Η Τέχνη δεν είναι πίστη - oι πιστοί είναι μόνον για την εκκλησία, πιστεύει ο ηθοποιός, που μίλησε στο Protagon για την αναζήτηση της... Ευτυχίας του και για το πώς το κοινό χειροκροτά και τον εαυτό του
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

«Σας αρέσει το κλειδοκύμβαλο; Να σας βαρέσω κάτι;» Ας το πούμε από την αρχή για να βγει από τη μέση. Πάντα επιστρέφουμε σε θρυλικές ατάκες σαν αυτή της Ευτυχίας (Γεωργίας Βασιλειάδου) για να σκάσει τ’ αχείλι μας στα δύσκολα. Και το ελληνικό θέατρο επιστρέφει ακόμη και σε κινηματογραφικά σενάρια, όπως τούτο των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη, για τον ίδιο λόγο.

Ο Γιάννης Μπέζος επιστρέφει, έτσι κι αλλιώς, πάντα στην κωμωδία κάθε μορφής. Και έτσι από την επιτυχημένη του καλοκαιρινή και αριστοφανική «Λυσιστράτη» δεν είναι τυχαίο ότι επιστρέφει «σε μια σπουδαία κωμωδία που έχει στοιχεία ακόμη και από τον Λαμπίς», όπως πιστεύει, σαν τους «Γαμπρούς της ευτυχίας». Και δη σε ένα θέατρο, το Προσκήνιο, του οποίου υπήρξε ανάδοχος – νονός, πως το λένε – το 2007 και στο οποίο φιλοδοξεί να μείνει κάποια χρόνια. Και τότε, στις απαρχές του Προσκηνίου, με το σαιξπηρικό «Ημέρωμα της στρίγγλας», με Κατερίνα την Ναταλία Τσαλίκη, είχε συνεργαστεί με την πολύ καλή κωμικό Δάφνη Λαμπρόγιαννη. Όπως και αργότερα στον «Ήρωα με παντούφλες» ή στον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου.

Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη λοιπόν θα είναι η… Ευτυχία του. Μια «Ευτυχία» ιδωμένη ως κωμωδία μετ’ ασμάτων, όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει. Βέβαια, δεν ξεχνάει την ουσία τούτης της – κινηματογραφικής αρχικά, από το Σωτήρη Καψάσκη (1962) – κωμωδίας. «Η τρέλα των ανθρώπων είναι ασύλληπτη», μου λέει. «Και προς τα εκεί θα οδηγηθεί η παράσταση». Αυτό θα είναι το κέντρο της. Η τρέλα. Όχι όμως φαρσοκωμωδία. Κωμωδία αποκαλυπτική της τρέλας. Σκιαγράφημα μιας ελληνικής κοινωνίας που φτάνει σε αυτό το «ασύλληπτο». Και στο απονενοημένο. Με ατάκες όπως «Δεν είστε φιλόμουσος;» «Όχι, ζωέμπορος είναι. Αν ήταν φιλόμουσος, θα είχε μούσι». Ή: «Δεν τη λένε Ευτυχία. Τη λένε Γκαμήλα». «Όχι γκαμήλα, Καμίλη» «Αδελφή Καμίλη». «Α, ναι, Αδελφή της γκαμήλας».

Μια γκαμήλα «στολισμένη με πίπουλα!» «Τι οπτασία! Τι όνειρο! Σαν νεράιδα που έφυγε μέσα από τα παραμύθια» «Μη, μαμά μου, φοβάμαι τις ανεράιδες» «Δεσποινίς, ομολογώ ότι έμεινα κατάπληκτος» «Η αλήθεια είναι ότι έλαβα μίαν μορφήν κλέους».

Η γοητεία της ατάκας, θα μου πείτε. Όχι μόνον. Και η γοητεία των ασμάτων συνάμα. Που τα γράφει ήδη μαζί με τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή Μπέζο ο Φοίβος Δεληβοριάς, για την παραγωγή των Επιχειρήσεων Τάγαρη.

Γιάννης Μπέζος – Δάφνη Λαμπρόγιαννη στους επικείμενους «Γαμπρούς της ευτυχίας» στο Προσκήνιο

Χώρια ότι παράλληλα, τα Δευτερότριτα, από 4 Δεκεμβρίου, ο Γιάννης Μπέζος στο νέο του θεατρικό «σπίτι», το Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8 & Στουρνάρη, Πολυτεχνείο) θα προτείνει και το άλλο του ατού: την φωνή του. Σε τραγούδια για το θέατρο, μαζί με την Ελένη Τσιμπρικίδου, σε ενορχηστρώσεις Γιάννη Παπαζαχαριάκη. «Α, όχι Χατζιδάκι και Θεοδωράκη που τα παίρνουμε και τους αλλάζουμε τον αδόξαστο κάθε τόσο. Πολλά άλλα, μαζί με πρόζα από το έργο που προέρχεται το καθένα από αυτά και με προβολές αποσπασμάτων πίσω από την ορχήστρα».

Γιατί επιστρέφει πάντα στην κωμωδία; Ίσως γι’ αυτό που μου είπε για την «Λυσιστράτη» του: «Η κωμωδία ασχολείται με τα ανθρώπινα. Ενώ η τραγωδία ασχολείται με το θεϊκό στοιχείο. Με τη σχέση των ανθρώπων απέναντι στην ύβρι και στο επέκεινα. Το ζήτημα στην κωμωδία είναι τι αποφασίζεις να δείξεις. Άσε που, στον Αριστοφάνη ας πούμε, το αποφασίζει ο ίδιος ο ποιητής. Μόνον που πολλές φορές σπεύδουμε να τον προλάβουμε και να αλλοιώσουμε αυτά που λέει».

Με τις δάφνες από την επιτυχημένη αριστοφανική περιοδεία του ακόμη νωπές, με προκαλεί να τον ρωτήσω. Δεν θα έβλεπε τον εαυτό του σε τραγωδία; «Είχα την ευκαιρία», απαντάει ύστερα από στιγμιαία σκέψη, «αλλά η καρδιά μου δεν είναι εκεί ακόμη. Δεν μπορώ να με φανταστώ σε περιοδεία με «Επτά επί Θήβας», ας πούμε. Αλλά θα μπορούσα να δω την τραγωδία σε κλειστό χώρ, που δεν γίνεται και πολύ συχνά ή εύκολα. Δεν θα καταδικάσω των εαυτό μου με Προμηθέα Δεσμώτη. Όμως θα μπορούσα να φανταστώ την «Ιφιγένεια στην Αυλίδα» ή την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη ή του Σοφοκλή σε κλειστό χώρο. Και τις «Τρωαδίτισσες». Εκτιμώ ότι μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα σε κλειστό χώρο».

Μιλάμε για τον Μπέζο σκηνοθέτη ή για τον Μπέζο ηθοποιό; «Η σκηνοθεσία είναι εκ των προτέρων διεργασία. Πολλές φορές τη συγχέουμε με τη διδασκαλία, με εκείνη την ιστορία «Οι δάσκαλοί μου»… Σκηνοθεσία σημαίνει να έχεις προετοιμαστεί, να κρατήσεις πράγματα, να αφαιρέσεις, να επανέλθεις, να διαβάσεις πολύ. Για να πας οπλισμένος, κατά κάποιον τρόπο, στην πρόβα».

Κάπως έτσι πήγε και στις πρόβες για την καλοκαιρινή «Λυσιστράτη», «μια γυναίκα με τη σκέψη ενός άντρα που υπερασπίζεται τη γυναίκα». Και δη σε μια εποχή που οι γυναίκες είχαν σχεδόν ίσα δικαιώματα με τους δούλους. Και με μια παράσταση (πάνω στην πολύ καλή απόδοση του Κ.Χ.Μύρη), που κατά τη γνώμη του γράφοντα, ήταν από τις πιο «διαβασμένες». Πιστές στο πνεύμα του παππού Αριστοφάνη, λόγω και έργω, δίχως τερτίπια και θεατρικά γκαγκς.

Στον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου

Πόσοι όμως σκηνοθέτες διαβάζουν πραγματικά το έργο και δεν περιορίζονται σε εκ των προτέρων ευρήματα που τα ράβουν πάνω στο κουφάρι του έργου, τον ρωτάω. «Το να εφεύρουμε κάτι πάνω στο έργο δεν είναι κακό, από τη στιγμή που κάτι μας δίνει αυτό το σκηνοθετικό εύρημα. Εδώ θα θυμηθώ τη φράση του Βασίλη Παπαβασιλείου «Είμαι μια Σφίγγα χωρίς μυστικό». Ας ξεκινήσουμε από κάτι άλλο. Το κοινό έρχεται στην παράσταση για να χειροκροτήσει (και) τον εαυτό του που την παρακολουθεί. Σήμερα δε είναι πολύ υποψιασμένο, ενώ θα μπορούσε να είναι ανυποψίαστο. Να μην πω ότι κι εμείς, από την άλλη πλευρά, θα έπρεπε να είμαστε ανυποψίαστοι ή να μπαίνουμε σαν ανυποψίαστοι στα έργα και να ερευνούμε. Η τέχνη δεν έχει πρέπει και δεν πρέπει. Αν το εύρημα δεν αφήνει κάτι πίσω του, το ξεχνάμε. Απλά. Καλύτερο είναι να θυμηθούμε πως υπάρχει τόσο πολύ και σημαντικό υλικό από τους παππούδες του θεάτρου μας. Τα αρχικά κείμενα είναι πολύ πιο τολμηρά. Βέβαια, έχουν περάσει από δεκάδες αποδόσεις που τους έχουν αλλάξει τον αδόξαστο. Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος είναι και υποψιασμένος και πολύ μακριά από μας και ψάχνουμε να βρούμε ένα σημείο επαφής μαζί του».

Και η πίστη στο κείμενο; «Οι πιστοί είναι μόνον για την εκκλησία. Η τέχνη δεν είναι πίστη», μου λέει και γελάει. «Οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι πιστοί στο αίσθημά τους να μην προδίδουν τα έργα για να κάνουν πως είναι κάτι άλλο».