Οι περισσότεροι Ελληνες θεωρούμε ότι το «φαινόμενο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μάλλον προσιδιάζει στην ανιστορική νεο-οθωμανική φάρσα (την οποία, τηρώντας τις αρχές τής καλής γειτονίας και του ΝΑΤΟ, είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχόμαστε με στωικότητα), παρά στην απαρασάλευτη ισχύ.
Οι περιπτώσεις των διαφόρων Νταβούτογλου και Μπαμπατζάν, ή του Ιμάμογλου, ενισχύουν την πεποίθηση ότι είναι θέμα χρόνου το εν λόγω «φαινόμενο» με τις μαξιμαλιστικές φαντασιώσεις να ξεθυμάνει και να καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων ακόμη και για τα πιο καθυστερημένα τμήματα του τουρκικού λαού.
Oμως οι αμερικανοί διπλωματικοί και πολιτικοί ανταποκριτές Λάρα Τζέικς και Μάικλ Κρόουλι θεωρούν τον Ερντογάν «ισχυρό άνδρα» (strongman). Με αδιαμφισβήτητο γεωπολιτικό δεδομένο την ισχύ της Ρωσίας και του Βλαντίμιρ Πούτιν (είναι ο δεύτερος strongman στο κείμενο που φιλοξενούν οι New York Times), οι αρθρογράφοι επικεντρώνουν στον ρόλο των ΗΠΑ και προσωπικώς του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ όσον αφορά τα δύο μέτωπα του ρωσοτουρκικού πολέμου: τη Συρία (Ιντλίμπ) και τη Λιβύη.
Το πρόσφατο πλήγμα των ρωσοσυριακών δυνάμεων στον τουρκικό στρατό που έχει εισβάλει στο Ιντλίμπ (πρόκειται για μεγάλη στρατιωτική ήττα για την Τουρκία, την οποία ακολούθησαν οι ωμοί εκβιασμοί του Ερντογάν προς την Ελλάδα με μπαμπούλα τις προσφυγικές ροές) λαμβάνεται ως αφορμή για να αναπτυχθεί στο κείμενο των ΝΥΤ η άποψη ότι οι ΗΠΑ, ξεχνώντας «έναν χρόνο διπλωματικής έντασης», πρέπει τώρα να παρέμβουν υπέρ της Τουρκίας με στόχο να ηττηθεί «ο κοινός εχθρός, η Μόσχα».
Για να στηριχθεί αυτή η θέση, το δίδυμο των αρθρογράφων επικαλείται «παράγοντες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ» που επιρρίπτουν αποκλειστικώς στη Ρωσία την ευθύνη για τον πόλεμο στον θύλακα Ιντλίμπ (όπου βρίσκονται σύροι αντικαθεστωτικοί, τζιχαντιστές και τούρκοι στρατιώτες), αλλά και την υποτιθέμενη επίγνωση των Τούρκων ότι στο Κογκρέσο όπως και στο ΝΑΤΟ «η Τουρκία αντιμετωπίζει τη δυσπιστία των συμμάχων της».
«Στάσου δίπλα στον Ερντογάν!»
Το πνεύμα του κειμένου είναι ότι ο Τραμπ πρέπει «να επιλέξει μεταξύ Μόσχας και Αγκυρας», αλλάζοντας την πολιτική του υπέρ της Τουρκίας του Ερντογάν. Ετσι ενδέχεται να τερματιστούν «δύο αιματηρές συγκρούσεις με τεράστια δεινά για τους ανθρώπους», οι οποίες «απειλούν την εύθραυστη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή» και οι οποίες «στέλνουν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στην Ευρώπη».
Το δίδυμο γράφει ότι και για τις δύο συγκρούσεις, στη Συρία και στη Λιβύη, υπάρχουν «διεθνείς παραινέσεις για περισσότερη αμερικανική συμμετοχή», όμως ο Τραμπ κωφεύει.
Δεν ακούει καν τον υπουργό Εξωτερικών του, Μάικ Πομπέο, ο οποίος μέσα στην τρέχουσα εβδομάδα κατηγόρησε τη Ρωσία για «παρεμπόδιση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον θύλακα Ιντλίμπ», δηλώνοντας κιόλας ότι ο Ασαντ εξεδήλωσε «μία νέα, σκληρή επίθεση εκεί», με τη στήριξη «της Μόσχας και της Τεχεράνης».
Ο Τραμπ, συνεχίζουν οι αρθρογράφοι, δεν ακούει και τις ανθρωπιστικές ανησυχίες τού ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκράχαμ, ο οποίος πρότεινε διακοπή πτήσεων στο Ιντλίμπ «για να σωθούν χιλιάδες αθώοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, από έναν τρομερό θάνατο».
Παραθέτουν και γνώμες εμπειρογνωμόνων σε θέματα γεωπολιτικής, οι οποίες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι ο Τραμπ είναι «τόσο υπέρ της Ρωσίας, τις περισσότερες φορές». Στο σημείο αυτό το άρθρο της εφημερίδας αντιφάσκει με ένα παλαιότερό της, στο οποίο ο Τραμπ παρουσιάζεται περίπου σαν μαγεμένος από την ακτινοβολία του «σουλτάνου». Οι δύο αρθρογράφοι δεν θυμήθηκαν τη συγκεκριμένη ανάλυση των ΝΥΤ, αλλά δεν λησμόνησαν να αναφέρουν την «προσπάθεια της Μόσχας να επηρεάσει τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016».
«Τι κάνει το ΝΑΤΟ;»
Το σημαντικό σημείο του άρθρου των Τζέικς και Κρόουλι είναι μία έμμεση αναφορά στη δυνατότητα που έχει το ΝΑΤΟ να ενεργοποιήσει τη ρήτρα περί συμμαχικής συνδρομής σε περίπτωση που ένα μέλος της Συμμαχίας δεχθεί επίθεση.
Γράφουν: «Ο αμερικανός πρεσβευτής στο ΝΑΤΟ, Κέι Μπέιλι Χάτσισον, δήλωσε ότι η Συμμαχία δεν έχει συζητήσει αν η θεμελιώδης αρχή της, ότι μια επίθεση εναντίον κάποιου κράτους-μέλους της σημαίνει και επίθεση εναντίον όλων των μελών της, θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Τουρκία». Υπαινίσσονται δηλαδή ότι το ΝΑΤΟ οφείλει να σπεύσει προς ενίσχυση των τουρκικών στρατευμάτων που κατατροπώνονται στο συριακό έδαφος από Σύρους και Ρώσους.
Για να ευαισθητοποιήσουν τον Τραμπ προς όφελος της Τουρκίας, οι συντάκτες μνημονεύουν και την… αυτοκριτική των Τούρκων: ότι παραδέχθηκαν πως οι σχέσεις τους με τις ΗΠΑ έχουν επιδεινωθεί, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνουν ότι «ειδικά στη Λιβύη και στη Συρία, η Τουρκία και οι ΗΠΑ χρειάζονται ο ένας τον άλλον».
Οι συντάκτες υιοθετούν τις τουρκικές αιτιάσεις για την καταλυτική συμμετοχή των Ρώσων στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ασαντ, επεκτείνονται όμως και στο Λιβυκό το οποίο εξετάζουν από την πλευρά «της ρωσικής προσπάθειας για μεγαλύτερη επιρροή στη Μέση Ανατολή και την Αφρική». (Το τουρκολιβυκό μνημόνιο που καταπίνει ελληνικά νησιά και ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ουδόλως απασχολεί τους Τζέικς και Κρόουλι.)
Για την καταδίκη των ρωσικών «εκστρατειών» που ευθύνονται για «την κλιμάκωση και των δύο πολέμων» επιστρατεύεται δήλωση μη κατονομαζομένου «αμερικανού υψηλόβαθμου διπλωμάτη» η οποία έγινε «σε μια συνεδρίαση της επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, αυτόν τον μήνα». Επίσης και η δήλωση του υφυπουργού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, επιφορτισμένου με τα Ευρωπαϊκά Θέματα, Κρίστοφερ Ρόμπινσον, ο οποίος στηλιτεύει τη ρωσική υποστήριξη στον Ασαντ για «πυροδότηση της σύγκρουσης», αλλά και επισημαίνει ότι η Λιβύη κινδυνεύει να γίνει ο επόμενος χώρος «για τις κακοήθεις προσπάθειες της Ρωσίας να εκμεταλλευτεί τις διεθνείς συγκρούσεις για δικό της πολιτικό και οικονομικό όφελος».