«Η πίστη μπορεί να μας βοηθήσει να αντεπεξέλθουμε στους θανάτους μιας επιδημίας, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ιατρική και την επιστημονική γνώση. Η θέληση της δύναμης και οι προσευχές αποδείχτηκαν άχρηστες στην αναχαίτιση του Μαύρου Θανάτου κατά τον Μεσαίωνα», υπενθυμίζει και ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
Ευτυχώς η πρόοδος των επιστημών από τότε έως σήμερα υπήρξε εντυπωσιακή, και όταν άρχισε η εξάπλωση του νέου κορονοϊού, επιστήμονες σε όλον τον κόσμο έσπευσαν να τον αναλύσουν και να εντοπίσουν τις μεταλλάξεις του, ούτως ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν το ταχύτερο δυνατό να εργάζονται για την παρασκευή ενός εμβολίου. Παρότι ο Covid-19 εξακολουθεί να είναι μυστηριώδης και απειλητικός, δίχως την επιστήμη θα είχαμε όλοι υποταχθεί ήδη απόλυτα στον πανικό, αναμένοντας το μοιραίο.
Χάρη στην επιστήμη, μπορούμε ακόμα να ευελπιστούμε πως θα αντεπεξέλθουμε, ως ανθρωπότητα, τελικά και σε αυτήν την πρωτόγνωρη, σε παγκόσμιο επίπεδο, κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αλλά για την πρόοδο της επιστήμης απαιτούνται χρήματα, πολλά περισσότερα από όσα διατίθενται έως σήμερα, υπογραμμίζει ο αμερικανός οικονομολόγος.
Και επιδιώκοντας να γίνει απόλυτα κατανοητός, μας πληροφορεί πως oι πιο σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών κόστισαν ελάχιστα «σε σχέση με τη γενναιοδωρία με την οποία αντιμετώπισαν ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί τις πιο πλούσιες από τις αμερικανικές πολυεθνικές, μειώνοντας τους φόρους τους το 2017». Τα ποσά που επενδύθηκαν για την εκπόνηση επιστημονικών ερευνών «ωχριούν επίσης σε σχέση με το πιθανό κόστος της επιδημίας (του νέου κορονοϊού) για την οικονομία», μη λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές.
Αναγνωρίζοντας ότι η εξάπλωση μιας επιδημίας από μια οποιαδήποτε χώρα σε ολόκληρο τον κόσμο αποτελεί μία από τις παρενέργειες της παγκοσμιοποίησης, ο Στίγκλιτς επισημαίνει το αυτονόητο: μια παγκόσμια απειλή απαιτεί μια παγκόσμια συλλογική αντίδραση, και το ίδιο ισχύει και για την κλιματική αλλαγή. Γιατί «όπως οι ιοί, έτσι και οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου δημιουργούν χάος και επιβαρύνουν με τεράστιο κόστος χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω των ζημιών που προκαλούν η κλιματική αλλαγή και τα συναφή ακραία καιρικά φαινόμενα». Και εστιάζοντας ειδικά στις ΗΠΑ, υποστηρίζει ότι καμιά άλλη αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει αποπειραθεί να υπονομεύσει τη διεθνή συνεργασία και τον ρόλο της κυβέρνησης όσο του Ντόναλντ Τραμπ.
Οταν καλούνται να αντιμετωπίσουν μια κρίση, είτε πρόκειται για μια επιδημία ή για έναν τυφώνα, οι πολίτες τείνουν να στρέφονται προς τις κυβερνήσεις τους, ακριβώς γιατί απειλές σαν κι αυτές, απαιτούν συλλογική δράση. Ατομικά είναι αδύνατο να αντεπεξέλθουν, ενώ όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα, «πολύ συχνά οι επιχειρήσεις που εστιάζουν στην μεγιστοποίηση των κερδών, αντιμετωπίζουν τις κρίσεις ως ευκαιρίες για να αυξήσουν τις τιμές», όπως αποδεικνύεται ήδη από την άνοδο των τιμών των μασκών.
Δυστυχώς, ωστόσο, και όχι μόνον για τους Αμερικανούς αλλά για τους πολίτες όλου του κόσμου, εάν υπάρχει κάτι που κατάφερε αδιαμφισβήτητα και με απόλυτη επιτυχία ο Ντόναλντ Τραμπ από τότε που πάτησε το πόδι του στον Λευκό Οίκο έως και πριν από το αναγκαστικό ανασκούμπωμά του ενώπιον του νέου κορονοϊού, αυτό είναι η απόλυτη εφαρμογή στην πράξη της ρήσης του Ρόναλντ Ρίγκαν «η κυβέρνηση δεν αποτελεί τη λύση στο πρόβλημά μας, η κυβέρνηση είναι το πρόβλημα».
Ομως οι συνέπειες αυτής της μοναδικής επίδοσης του αμερικανού προέδρου ενδέχεται να αποβούν μοιραίες, καθώς συνεχίζεται η επέλαση του κορονοϊού. Γιατί στην εμπροσθοφυλακή της αμερικανικής απάντησης στην κρίση του COVID-19, βρίσκονται τα περίφημα στις ΗΠΑ Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, τα οποία ανέκαθεν στελεχώνονταν με σοβαρούς και υπεύθυνους επιστήμονες και προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης, ανθρώπους, δηλαδή, που απεχθάνεται ο Τραμπ, επειδή είναι έτοιμοι να τον αναιρέσουν, κάθε φορά που αποπειράται να παραποιήσει την πραγματικότητα, ούτως ώστε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του.
Και για τον λόγο αυτό μείωσε κατά 10% το 2018 και κατά 19% πέρυσι τη χρηματοδότηση των εν λόγω ερευνητικών κέντρων ενώ στις αρχές του έτους, τραγική ειρωνεία, ζήτησε την περικοπή κατά 20% των δαπανών για την εκπόνηση ερευνητικών προγραμμάτων για την καταπολέμηση αναδυόμενων μολυσματικών και ζωονοσογόνων ασθενειών, που προκαλούνται από «παθογόνους μικροοργανισμούς, όπως οι κορονοϊοί που αναπτύσσονται στα ζώα και μεταπηδούν στον άνθρωπο», εξηγεί ο Στίγκλιτς. Και πριν από μία διετία προέβη και στη διάλυση της διεύθυνσης βιοάμυνας και ασφάλειας της παγκόσμιας υγείας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ. «Δεν αποτελεί έκπληξη, οπότε, το ότι η αμερικανική διοίκηση ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένη για το ξέσπασμα» της επιδημίας του COVID-19.
Υπενθυμίζοντας πως οι δαπάνες πρόληψης μειώνουν το κόστος αποκατάστασης, όχι μόνον της δημόσιας υγείας αλλά και της οικονομίας, ο Στίγκλιτς προειδοποιεί πως η μείωση των επιτοκίων και οι περικοπές φόρων σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για την απορρόφηση των κραδασμών που θα προκαλέσει ο κορονοϊός στην αμερικανική οικονομία.
Ειδικά εάν δεν περιοριστεί άμεσα η εξάπλωσή του, υπόθεση εξαιρετικά δύσκολη, λαμβάνοντας υπόψη πόσοι Αμερικανοί δεν δικαιούνται αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών, πράγμα που σημαίνει πως θα συνεχίσουν να πηγαίνουν στις δουλειές τους ακόμη και εάν προσβληθούν από τον κορονοϊό, ενώ όντας και ανασφάλιστοι, θα διστάσουν να χρεωθούν με υπέρογκα ποσά για να νοσηλευθούν.
Δεδομένης της κατάστασης, πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί ο πανικός και αυτό συνεπάγεται ότι οι πολίτες πρέπει να είναι διαρκώς άρτια και πλήρως ενημερωμένοι. Ομως, δυστυχώς, πέρα από το κράτος και τους επιστήμονες, ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί απεχθάνονται επίσης τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, «ενώ προσφέρουν απόλυτη ελευθερία κινήσεων στους πεινασμένους για κέρδη κολοσσούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook, το οποίο είναι γνωστό ότι επιτρέπει τη χρήση της πλατφόρμας του για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και πληροφοριών».
Οι ΗΠΑ (όπως και ο υπόλοιπος κόσμος) θα έπρεπε να είχαν ξεκινήσει να προετοιμάζονται για την αντιμετώπιση κινδύνων όπως οι πανδημίες και η κλιματική αλλαγή πολλά χρόνια νωρίτερα. Αυτό, ωστόσο, δεν συνέβη, με αποτέλεσμα ο Στίγκλιτς να ελπίζει πλέον πως έχουν απομείνει αρκετοί αφοσιωμένοι τεχνοκράτες και επιστήμονες στην αμερικανική κυβέρνηση, πρόθυμοι «να μας προστατέψουν από τον Τραμπ και τους ανίκανους συνεργούς του».