Βρισκόμαστε στο Στρασβούργο. Δύο φιλενάδες ηλικίας 24-25 ετών περιφέρονται στη γραφική αλσατική πόλη. Η μία είναι Γαλλίδα, η άλλη Γερμανίδα. Συζητούν για την πολιτική κατάσταση στην ΕΕ ενόψει των επικείμενων εκλογών της 26ης Μαΐου και διερωτώνται γιατί η Ευρώπη αποκαλείται Γηραιά Ηπειρος: επειδή έχει μια μακρά και πυκνή διαδρομή ανά τους αιώνες ή απλά και μόνο γιατί δεν έχει, πλέον, μέλλον;
«Το πρόβλημα είναι απλό. Οποιος τάσσεται υπέρ μιας ανοικτής Ευρώπης, τη θεωρεί δεδομένη. Οποιος τάσσεται κατά, επιδιώκει την αναβίωση των εθνικισμών και την επαναφορά των συνόρων και ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα για να διαλύσει την ΕΕ. Αυτό είναι το ζήτημα» συμπεραίνουν οι δύο φίλες, εκφράζοντας με λόγια απλά το δίλημμα της επικείμενης πανευρωπαϊκής εκλογικής αναμέτρησης.
Θέλουμε την Ευρώπη που οραματίστηκαν οι ιδρυτές της ή την Ευρώπη των συρματοπλεγμάτων; Την ενωμένη Ευρώπη των λαών ή τη διχασμένη Ευρώπη των κυρίαρχων κρατών; Την Ευρώπη που προασπίζονται λίγοι, πλέον, γιατί οι περισσότεροι τη θεωρούν δεδομένη ή την Ευρώπη που βάλλεται από πολλούς λόγω του πνεύματος της εποχής;
Ποιο είναι, όμως, το πνεύμα της εποχής που αντιτίθεται στην ΕΕ; Αναζητώντας μια απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα, ο Βενάντσιο Ποστιλιόνε, υποδιευθυντής της Corriere della Sera, επιστρέφει στο παρελθόν της πατρίδας του. Και μας υπενθυμίζει πως το 1941, όταν ο κομμουνιστής (και ένας από τους ιδρυτές, στη συνέχεια, της ΕΕ) Αλτιέρο Σπινέλι και ο αντιφασίστας Ερνέστο Ρόσι οραματίστηκαν πρώτη φορά την ιδέα μιας ελεύθερης και ενωμένης Ευρώπης χωρίς πολέμους, ο κόσμος ολόκληρος φλεγόταν, ο Χίτλερ ήταν πανίσχυρος και οι δημοκρατίες γονατισμένες.
Οι δύο άνδρες, κρατούμενοι στο φασιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Βεντοτένε, ενός μικρού νησιού ανοικτά της Νάπολης, συνέταξαν ένα τελικό κείμενο, το οποίο κατάφεραν να βγάλουν λαθραία από το νησί το καλοκαίρι του 1941. Αρχικά διακινήθηκε μεταξύ των αντιστασιακών και των αντιφασιστών της Ιταλίας, ενώ στη συνέχεια, όντας γνωστό, πλέον, με τον τίτλο «Manifesto di Ventotene», αποτέλεσε τη βάση του προγράμματος του φεντεραλιστικού ευρωπαϊκού κινήματος αλλά και προάγγελο του ευρωπαϊκού Συντάγματος.
Οι δύο κρατούμενοι οραματίστηκαν μια κοινωνική και ομοσπονδιακή Ευρώπη, μια Ευρώπη «πέρα από τον χρόνο και τον χώρο (και) ενάντια στο πνεύμα της εποχής», με στόχο να συγκινήσουν και να κινητοποιήσουν κυρίως τους νέους της εμπόλεμης ηπείρου, θεωρώντας πως μόνον αυτοί θα μπορούσαν να φέρουν αλλά και να διαφυλάξουν την ειρήνη μεταξύ των λαών και των χωρών που αιματοκυλίστηκαν σε δύο παγκοσμίους πολέμους.
Generazione Desiderius
Επιστρέφοντας στο παρόν, 78 χρόνια μετά τη σύνταξη του «Μανιφέστου του Βεντοτένε» και λίγo πριν από τις ευρωεκλογές, ο ιταλός δημοσιογράφος σημειώνει πως σήμερα οι νέοι της Ευρώπης είναι κάθε άλλο παρά πρωταγωνιστές και περισσότερο «μοιάζουν με φαντάσματα». Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιοι και κάποιες που αντιστέκονται, που εξακολουθούν να πιστεύουν (ή θέλουν να πιστέψουν) στην ενωμένη Ευρώπη.
Απόδειξη αποτελεί το «Europa. La meglio gioventù» (Ευρώπη. Τα καλύτερα νιάτα), το τελευταίο βιβλίο του Εντοάρντο Βίνια, αρθρογράφου της Corriere della Sera, που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες στην Ιταλία.
Περισσότερο από μια δημοσιογραφική έρευνα ή μια πολιτική ανάλυση, αποτελεί τον προσωπικό απολογισμό μιας περιοδείας που πραγματοποίησε ο συγγραφέας σε δέκα ευρωπαϊκές πόλεις με στόχο να γνωρίσει και να συνομιλήσει με τους νέους και τις νέες που ζουν σε αυτές. Και ακούγοντας τις απόψεις τους και όλα όσα τους απασχολούν, σκέφτηκε να συνδέσει την κάθε πόλη με μια λέξη χαρακτηριστική, ενδεικτική των φιλοδοξιών και των διαθέσεων τους, των ελπίδων τους αλλά και των φόβων τους.
Για την Αθήνα η λέξη-κλειδί είναι η «αλλαγή», γιατί μετά την ταπείνωση και τα μνημόνια, τα δημοψηφίσματα και τις πολώσεις, οι νέοι της Αθήνας πιστεύουν και θέλουν να συμμετάσχουν στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας και δείχνουν, πλέον, έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, όντας σίγουροι «ότι μπορούν να βασίζονται μόνο στις δικές τους δυνάμεις».
Στη Σεβίλλη ταιριάζει το «μέτρο». Γιατί στην πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας εξακολουθούν να μεταβαίνουν κάθε χρόνο χιλιάδες νέοι από κάθε γωνία της Ευρώπης για να σπουδάσουν ή να εργαστούν, γνωρίζοντας, ωστόσο, πως κατά πάσα πιθανότητα θα πορευτούν στη ζωή δίχως κανένα δίχτυ προστασίας. «Το ζήτημα δεν είναι μόνον, όπως επαναλαμβάνουν όλοι, ότι τα παιδιά δεν έχουν πλέον τη σιγουριά ότι θα ξεπεράσουν τους γονείς τους. Μακάρι να ήταν μόνον αυτό» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βίνια, υποστηρίζοντας ότι μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός πως τα παιδιά αυτά «γνωρίζουν ότι πρέπει να περιορίσουν τα πάντα: τις φιλοδοξίες, την κατανάλωση, ακόμα και τις διασκεδάσεις».
Στους νέους και τις νέες της Κοπεγχάγης ταιριάζει γάντι η «ευτυχία», λόγω της ασφάλειας που αισθάνονται όταν περπατούν στον δρόμο, λόγω τους κράτους πρόνοιας και των προσωπικών ελευθεριών και της ισορροπίας μεταξύ προσωπικής ζωής και εργασίας που απολαμβάνουν.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η νεολαία της Πράγας θεωρεί πως η λέξη ή μάλλον η φράση που περιγράφει καλύτερα την κατάστασή της είναι το «όπως όπως». Το ποσοστό ανεργίας στην Τσεχία μπορεί να είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ αλλά χαμηλοί είναι και οι μισθοί, ενώ υψηλή είναι μόνον η εργασιακή ανασφάλεια με τους νέους να αισθάνονται πως έχουν ελάχιστες προοπτικές.
Η λέξη για τη Βαρσοβία είναι «διαμοιρασμός» και εκφράζει περισσότερο έναν στόχο παρά μια βεβαιότητα σε μια Πολωνία μετέωρη μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχισμού. Για τη Σουηδία, δεδομένου ότι οι περισσότεροι νέοι δηλώνουν πως θέλουν να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο η κατάλληλη λέξη είναι η «τεχνολογία», στο αναγεννημένο από τις στάχτες του Βερολίνο όπου όλα είναι δυνατά ταιριάζει η λέξη «street» – street art, street food, street music, στη Ρίγα η «ανεξαρτησία» την οποία η Λετονία απέκτησε μόλις πριν από 28 χρόνια, στο Δουβλίνο της υψηλής τεχνολογίας και της καινοτομίας το «ταλέντο», ενώ στο Στρασβούργο το «άνοιγμα». Γιατί στην πόλη υπάρχει μια ιστορική γραμμή του τραμ η οποία «αρχίζει από το κέντρο της πόλης και καταλήγει στο Κελ, πέραν του Ρήνου, στη Γερμανία – για να περάσει κάποιος τα σύνορα στα οποία διεξήχθησαν πόλεμοι καταστροφικοί αρκεί να πάρει την Γραμμή D».
Ολοι αυτοί οι νέοι Ευρωπαίοι, ηλικίας από 20 έως 35 ετών, έχουν περισσότερα κοινά παρά διαφορές. Είναι διστακτικοί και αισθάνονται ανασφαλείς. Συγχρόνως, όμως, εμφανίζονται αισιόδοξοι και εξακολουθούν να ελπίζουν. Και θεωρούν πως είναι πολίτες μιας Ευρώπης των ιδεών και όχι των διαβατηρίων και των κρατών. Σύμφωνα με τον Βίνια συναποτελούν μια νέα γενιά ευρωπαίων πολιτών την οποία ο ίδιος αποκαλεί «Generazione Desiderius», «Γενιά του Θέλω», με όσους και όσες ανήκουν σε αυτήν να επιθυμούν να ζήσουν, να ανεξαρτητοποιηθούν, να πραγματώσουν τους στόχους και τα όνειρά τους αλλά και να αλλάξουν τον κόσμο.