Με αφορμή τις πρόσφατες βαυαρικές εκλογές, μία ανάλυση του Cas Mudde στον Guardian επισημαίνει ότι τυχόν ερμηνεία των συντελούμενων πολιτικών «αναταραχών» (και όχι «σεισμών», όπως σχολαστικά διακρίνει) με το εργαλείο των περισσότερων media, δηλαδή με το κλισέ «λαϊκισμός εναντίον κατεστημένου», θα ήταν απλούστευση.
Ο Guardian δεν αμφισβητεί τη δεξιόστροφη κίνηση των ψηφοφόρων συνολικά στην Ευρώπη, όμως επιμένει ότι η γενική εικόνα διαμορφώνεται από άλλα στοιχεία, αξιοπρόσεκτα.
Για καιρό όλοι μιλούσαν για τον καλπασμό της «άκρας Δεξιάς» στη Βαυαρία όμως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) τερμάτισε μόλις τέταρτη στην κούρσα της κάλπης, λαμβάνοντας το 10,2% των ψήφων, σημειώνει. Βέβαια το «πλιάτσικο» στις ψήφους της βαυαρικής Χριστιανοδημοκρατίας (CSU) έδωσε έναυσμα στους εχθρούς της καγκελαρίου Μέρκελ να μιλήσουν για το «τέλος» της, όμως η αλήθεια είναι ότι το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο στη Βαυαρία είναι μέρος του γενικότερου ευρωπαϊκού στο οποίο δεσπόζουν δύο στοιχεία: ο κατακερματισμός και η αστάθεια (και τα οποία ίσως εξαφανίζονται τελείως από το κάδρο όταν φωτίζεται υπέρ το δέον μόνο «η άνοδος του λαϊκισμού»).
Το CSU, κόμμα-θεσμός στη Βαυαρία, δεν έχασε μόνο την κοινοβουλευτική πλειονοψηφία αλλά και το 10,4% των ψηφοφόρων του. Ομως, όπως συνέβη στη Γαλλία και στην Ολλανδία, ο μεγαλύτερος ηττημένος ήταν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SPD που έπεσε (-10,9%) σε μονοψήφιο ποσοστό (9,7%). Το CSU έχασε το ¼ των ψήφων του από 2013 και το SPD πάνω από τις μισές ψήφους του.
Τα κέρδη μοιράστηκαν οι Πράσινοι και το AfD. Οι πρώτοι υπερδιπλασίασαν τις ψήφους τους και ήρθαν δεύτεροι με 17,5%, ενώ οι Εναλλακτικοί δεν έχασαν παρά μονάχα από τον φανταστικό… εαυτό τους των προεκλογικών γκάλοπ, καθώς εκείνες οι δημοσκοπήσεις τους ήθελαν θριαμβευτές.
Οι παρατηρήσεις του βρετανικού Μέσου εστιάζονται στις σούμες των πολιτικών χώρων «Δεξιά» και «Αριστερά».
Πρώτον, αυτά τα δύο «μπλοκ» έχουν μετατοπιστεί ιδεολογικά, γράφει. Η Δεξιά έγινε ριζοσπαστικότερη, ομοίως και η Αριστερά. Το είδαμε σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο με τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, αλλά και με τα παραδοσιακά κεντροδεξιά κόμματα που, πλέον, κινούνται δεξιότερα. Ομοίως, σε πολλές χώρες, όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία, βλέπουμε τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να χάνουν, ενώ κερδίζουν τα οικολογικά κόμματα και μερικές φορές τα εξτρεμιστικά αριστερά.
Δεύτερον, οι δύο χώροι («Δεξιά» και «Αριστερά») κατακερματίστηκαν σε πολλά κόμματα. Οχι μόνο όσον αφορά τον αριθμό των κομμάτων που εισέρχονται στο κάθε κοινοβούλιο, αλλά και όσον αφορά το μέγεθός τους. Τα περισσότερα κόμματα σήμερα είναι μεσαίου μεγέθους, πράγμα που σημαίνει ότι τα μπλοκ δεν αποτελούνται πλέον από ένα μεγάλο, π.χ., σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και από ένα μικρό οικολογικό κόμμα, αλλά από δύο σχεδόν ίσα μέρη. Αυτό αλλάζει τη δυναμική εξουσίας.
Τρίτον, η ατομική μεταβλητότητα είναι πολύ υψηλή. Οι ψηφοφόροι αλλάζουν κόμμα – και όχι μόνο μέσα στον ίδιο πολιτικό χώρο (δηλαδή, άλλοτε ψηφίζουν «Δεξιά» και άλλοτε ψηφίζουν «Αριστερά»).
Οι παραπάνω παρατηρήσεις (με αφορμή τη Βαυαρία και με μέτρο ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη) μας οδηγούν στο εξής συμπέρασμα: αν και είναι αλήθεια ότι τα λαϊκιστικά κόμματα –ακριβέστερα: τα λαϊκιστικά δεξιά ριζοσπαστικά κόμματα- έχουν δυναμώσει στον 21ο αιώνα, αυτό είναι μόνο ένα μέρος μιας μεγαλύτερης και πιο σημαντικής εικόνας που αφορά την όλη μεταμόρφωση τoύ ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού.
Αυτή η μεταμόρφωση επηρεάζει όλα τα κόμματα, όχι μόνο τα λαϊκιστικά. Τα κεντροαριστερά κόμματα είναι οι κύριοι χαμένοι, τα οικολογικά-πράσινα και τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα οι κύριοι νικητές, ενώ τα κεντροδεξιά κόμματα επιβιώνουν υπό προϋποθέσεις.
Στον μετασχηματισμό αυτής ακριβώς της παραμέτρου, δηλαδή στον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, αξίζει να δοθεί περισσότερη προσοχή από τους ακαδημαϊκούς και τους δημοσιογράφους, παρά στο απλουστευτικό πλαίσιο του κλισέ «λαϊκιστές εναντίον κατεστημένου», καταλήγει η ανάλυση του Guardian.