Ο Γενς Βάιντμαν φεύγει. Ο Γιόαχιμ Νάγκελ έρχεται. Η 11η Ιανουαρίου 2022 είναι ημέρα τρόπον τινά κομβική για τα οικονομικά της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης, είναι η ημέρα που ο σκληρός και άτεγκτος Βάιντμαν, το εδώ και δέκα δύσκολα χρόνια πρόσωπο της γερμανικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, αποχωρεί, προκειμένου να δώσει τη θέση του στην κεφαλή της Μπούντεσμπανκ (της πανίσχυρης γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Bundesbank) σε έναν 55χρονο «σοσιαλδημοκράτη με προσανατολισμό στη σταθερότητα», όπως έχει προσπαθήσει να τον περιγράψει τον Νάγκελ ο γερμανικός Τύπος.
Η ιστορία είναι γνωστή.
Ο Βάιντμαν αιφνιδίασε τον περασμένο Οκτώβριο με την απόφασή του να αποχωρήσει από την Μπούντεσμπανκ, της οποίας ήταν διοικητής από το 2011 και είχε άλλα έξι (!) χρόνια για να ολοκληρώσει τη δεύτερη οκταετή θητεία του. Η παραίτησή του είχε φόντο την πολιτική αλλαγή στη Γερμανία –ύστερα από 16 χρόνια η Ανγκελα Μέρκελ εγκατέλειψε την εξουσία και μαζί της την εγκατέλειψαν και οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές. Αλλά και την αλλαγή φιλοσοφίας στη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία την τελευταία διετία έχει ανοίξει τις κάνουλες της ρευστότητας για όλους, ώστε να στηρίξει τις οικονομίες, αδιαφορώντας για την αύξηση του χρέους και του πληθωρισμού.
Ο Νάγκελ, ένα «παιδί της Μπούντεσμπανκ», καθώς μετρά σε αυτήν 17 χρόνια αθόρυβου έργου, επιλέχθηκε από τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Ολαφ Σολτς και η πρότασή του έγινε δεκτή από τον υπουργό Οικονομικών, τον ηγέτη του FDP Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος είπε ότι έτσι διασφαλίζεται η ομαλή διαδοχή στην ηγεσία της Τράπεζας.
Θα είναι όμως έτσι;
Οι Financial Times προεξόφλησαν ότι στην «εικονική», λόγω Covid-19, τελετή παράδοσης-παραλαβής ο Βάιντμαν θα καλωσορίσει τον Νάγκελ, προειδοποιώντας τον για τον κίνδυνο η νομισματική πολιτική να παραμείνει «όμηρος» της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτή είναι η μεγάλη συζήτηση που ήδη γίνεται και δεν θα σταματήσει να γίνεται στην Ευρώπη, καθώς, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα οδεύουμε στη μεταπανδημική εποχή: μέχρι τώρα η ΕΚΤ, υπό την ηγεσία της Κριστίν Λαγκάρντ, έχει προβεί σε επικών διαστάσεων εκδόσεις ομολόγων προκειμένου να στηριχθούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες από το χτύπημα της πανδημίας και μολονότι ο πληθωρισμός έχει πάρει την ανιούσα –στη Γερμανία έφτασε το 6%, ρεκόρ 30ετίας–, δεν φαίνεται πρόθυμη να αυξήσει τα επιτόκια.
Ο Βάιντμαν, απηχώντας και τη διαχρονική φοβία των Γερμανών για το φάντασμα του πληθωρισμού –εκτός των άλλων και μια τρομακτική κληρονομιά του Μεσοπολέμου στο εθνικό θυμικό– ήταν σταθερά η επιφυλακτική φωνή στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, σε βαθμό που ο Μάριο Ντράγκι να τον αποκαλέσει «Νein zu allem» (κύριο «Οχι σε όλα»)–με τη Λαγκάρντ, πάντως, είχε καλύτερη συνεννόηση.
Ο Νάγκελ, λένε οι Financial Times, έχει εκφράσει παρόμοιους φόβους και δεν θα μπορεί να ελπίζει σε έναν μακρύ μήνα του μέλιτος. Θα πρέπει να αποφασίσει πού στέκεται ο ίδιος και η Μπούντεσμπανκ στη συζήτηση για το πόσο γρήγορα η ΕΚΤ θα πρέπει να περιορίσει τη ρευστότητα προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό. Αλλά και σε μια μεγαλύτερη συζήτηση για τους δημοσιονομικούς κανόνες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την οποία έχουν ανοίξει ήδη ο Ντράγκι και ο Εμανουέλ Μακρόν, ενώ η Γερμανία μοιάζει αυτή τη στιγμή απομονωμένη.