Με την κατάθεση του αστυνομικού που έφθασε πρώτος στη μεζονέτα στα Γλυκά Νερά, τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου 2021, έχοντας λάβει σήμα για ληστεία, ξεκίνησε η εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας στη δίκη του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου για τη δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν Κράουτς.
Ο αστυνομικός Χρήστος Βαρδίκος, που αντίκρισε πρώτος νεκρή την Καρολάιν και πήρε αγκαλιά το μωρό της για να το βγάλει έξω από το δωμάτιο της άγριας δολοφονίας, περιέγραψε με λεπτομέρεια στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο όσα είδε στο σπίτι του ζευγαριού και τη συμπεριφορά που είχε ο σύζυγός και καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της.
«Οταν φτάσαμε στο σημείο, είδαμε τη γειτόνισσα. Κρατούσε το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση και ακουγόταν ένας άνδρας με πνιχτή φωνή και μας καλούσε σε βοήθεια. Το ένα παραθυρόφυλλο ήταν βγαλμένο στο πάτωμα. Ολα ήταν σαν ψαγμένα. Ακούσαμε τη φωνή να ζητά να ανέβουμε πάνω. Τότε είδαμε ένα μεγάλο σκυλί, νεκρό, να κρέμεται από την κουπαστή. Καταλάβαμε ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Οι άλλοι χώροι ήταν επίσης ακατάστατοι, μπήκαμε μέσα στο δωμάτιο και είδαμε το κρεβάτι ευθεία μπροστά, το θύμα ξαπλωμένο μπρούμυτα, φαινόταν ότι ήταν νεκρή, και τον κατηγορούμενο αριστερά από το κρεβάτι, στο πάτωμα, δεμένο χειροπόδαρα, τα χέρια και τα πόδια μαζί ενωμένα.
»Είδαμε την κοπέλα δεμένη, ήταν νεκρή. Ο κατηγορούμενος κάτω από το κρεβάτι. Ηταν δεμένος. Τα πόδια του, δεμένα μεταξύ τους. Τα χέρια μεταξύ τους και όλα μαζί σε εμβρυακή στάση. Είχε ταινία στο στόμα και τα μάτια. Είδαμε το μωρό πάνω στο σώμα της μαμάς του. Η γυναίκα ήταν πισθάγκωνα. Πρώτα λύσαμε τον λαιμό και τα χέρια και μετά πήρα το μωρό από πάνω της. Οταν λύθηκε ο κατηγορούμενος, έκατσε πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να ακουμπάει τη γυναίκα για να δει τι έχει συμβεί. Την κουνούσε και ρωτούσε “αγάπη μου, είσαι καλά;”. Εκανε κάποιες ενέργειες, έμοιαζε ότι βρισκόταν σε σοκ και μου ζήτησε να πάρει το μωρό αγκαλιά. Του το έδωσα. Οι κινήσεις του μας φαίνονταν άγαρμπες και κουνούσε το μωρό σαν κούκλα, προσπαθούσαμε να τον ηρεμήσουμε και να τον απομακρύνουμε», είπε, ισχυριζόμενος ότι από την πρώτη στιγμή η συμπεριφορά του Αναγνωστόπουλου τον έβαλε σε υποψίες:
«Ηταν λίγο περίεργο. Είπαμε ότι ήταν πολύ σοκαρισμένος ή πολύ ψύχραιμος. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια αντίδραση. Μου έκανε εντύπωση η ψυχραιμία του ή η έλλειψη αντίληψης κατάστασης. Εμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Δεν έκλαψε όταν του είπα ότι η γυναίκα του είναι νεκρή. Θεωρήσαμε ότι είναι σε σοκ και δεν ήθελε να πάρει το παιδί αγκαλιά. Επρεπε κάποιος να πάρει το παιδί. Μου ζήτησε λίγο χρόνο να πάρει τους γονείς του. Τους πήρε τελικά να έρθουν να το πάρουν.
Μας έκανε εντύπωση που είπε ότι πήρε τηλέφωνο με τη μύτη, αφού ήταν δεμένος με τα χέρια μπροστά. Μας είπε ότι χτύπησε το κομοδίνο, έπεσε το κινητό και κατάφερε με τη μύτη να καλέσει την αστυνομία. Οταν το σκεφτήκαμε με ηρεμία, ήταν σαν να έπαιζε κάποιος θέατρο…».
Κατά την κατάθεσή του ο μάρτυρας δέχθηκε σειρά ερωτήσεων από τον πρόεδρο του δικαστηρίου.
Πρόεδρος: Το παιδί είχε καταλάβει τι είχε συμβεί;
Μάρτυρας: Οχι, δεν έκλαιγε, ήταν σιωπηλό. Η γυναίκα ήταν δεμένη πισθάγκωνα με κάποιο ύφασμα και είχε περασμένο και ένα δεύτερο ύφασμα σαν ζακέτα. Οταν λύθηκε ο κατηγορούμενος, έκατσε πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να σκουντάει τη γυναίκα. Του είπαμε ότι έχει τελειώσει, είναι νεκρή. Εκανε κάποιες ενέργειες ότι βρισκόταν σε σοκ και ζήτησε να πάρει το μωρό αγκαλιά. Του το έδωσα, αλλά επειδή οι κινήσεις του φαίνονταν άγαρμπες και κουνούσε το μωρό δεξιά-αριστερά σαν κούκλα, σαν σε κατάσταση θρήνου, του το πήρα από τα χέρια.
Πρόεδρος: Δηλαδή πώς ήταν;
Μάρτυρας: Είπαμε και με τους άλλους συναδέλφους ότι είτε είναι πολύ σοκαρισμένος είτε είναι πολύ ψύχραιμος.
Πρόεδρος: Δηλαδή είδατε μια συμπεριφορά ακραία;
Μάρτυρας: Εχουμε ξαναδεί συγγενείς θυμάτων, δεν έχουμε δει ξανά τέτοια αντίδραση.
Πρόεδρος: Τι σας έκανε εντύπωση δηλαδή;
Μάρτυρας: Η ψυχραιμία ή η έλλειψη αντίληψης της κατάστασης. Αρχίσαμε να συζητάμε αυτό που είδαμε και το πρώτο που συζητήσαμε είναι ότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης. Το παράθυρο ήταν άθικτο, ήταν σαν να είχε βγει και είχε αφεθεί στο πάτωμα. Στο ισόγειο υπήρχε μια κάμερα βγαλμένη και σπασμένη. Υπήρχε πληκτρολόγιο για συναγερμό, δεν ξέρω αν λειτουργούσε.
Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος αντέδρασε στα όσα είπε ο αστυνομικός και θέλησε να του υποβάλει ερωτήσεις:
Αναγνωστόπουλος: Με στενοχωρεί που λέτε ότι μετά το συμβάν πήρα την κόρη μου αγκαλιά, με είδατε να τρέμω. Σας έδωσα το παιδί να κατέβουμε με ασφάλεια τη σκάλα και για τις επόμενες ώρες είχα την κόρη μου αγκαλιά και μέχρι να έρθουν οι γονείς μου, εσείς κρατήσατε το παιδί για ένα δύο λεπτά… Μου έκανε εντύπωση που το λέτε αυτό.
Μάρτυρας: Το περιστατικό είναι γραμμένο σε υψηλή ανάλυση στο κεφάλι μου. Εγώ είμαι αυτός που σας έφερα κάτι να βάλετε για να μην κρυώνετε και σας έφερα τα παπούτσια σας και σας έδωσα το τηλέφωνο για τους γονείς σας. Το μωρό δεν το πήρατε καθόλου στην αγκαλιά σας. Μετά ήρθε το ΕΚΑΒ αλλά δεν θυμάμαι ποιος το παρέδωσε.
Αναγνωστόπουλος: Οταν ήρθε το ΕΚΑΒ, ήμουν στο περιπολικό με το παιδί. Κατεβαίνοντας στις σκάλες και στρίβοντας το τελευταίο κομμάτι, είπατε ότι δεν είχα καμία αντίδραση όταν είδα το σκυλάκι. Είτε δεν με είδατε είτε ήταν άλλος συνάδελφος, γιατί όταν το είδα το σκυλάκι μου, με συγκράτησε. Περιγράφετε μία απάθεια που δεν ήταν έτσι.
Μάρτυρας: Δεν είδα κάποια αντίδραση από εσάς. Εγώ δηλώνω την απάθεια και την ψυχρότητα σε ένα τέτοιο σκηνικό και γενικά, αλλά και υποκειμενικά, κρίνοντας το πώς θα αντιδρουσα εγώ με έναν νεκρό σκύλο, τη νεκρή γυναίκα και το μωρό επάνω της. Θα είχα ανέβει πάνω στο δέντρο.
Αναγνωστόπουλος: Αυτός ο άνθρωπος που είδατε ήταν σε σοκ που μόλις διαλύθηκε η ζωή μπροστά του…
Δεύτερος αστυνομικός: «Δεν έχω συναντήσει ξανά τόση ψυχραιμία»
«Εμείς δεν μπορούσαμε να συνέλθουμε και αυτός ήταν ψύχραιμος», κατέθεσε ο δεύτερος αστυνομικός που μπήκε στο σπίτι των Γλυκών Νερών.
«Ηταν τόσο ψύχραιμος, δεν έχω συναντήσει ξανά τόση ψυχραιμία», περιέγραψε ο αστυνομικός Κλεάνθης Αντωνόπουλος, τονίζοντας ότι τους έκανε εντύπωση το γεγονός ο ισχυρισμός του Αναγνωστόπουλου ότι αναγνώρισε το όπλο των υποτιθέμενων εισβολέων-ληστών στο σπίτι του.
«Μας είπε ότι οι ληστές είχαν όπλα και μάλιστα είπε ότι είχαν ένα όπλο σαν το δικό μου, γεγονός που μας έκανε εντύπωση, γιατί ένα θύμα εκείνη τη στιγμή δεν παρατηρεί το είδος του όπλου. Μας προβλημάτισε επίσης το παράθυρο, ο τρόπος που αντιδρούσε ο κατηγορούμενος, το χτύπημα στο μέτωπο του για το οποίο απάντησε ότι δεν είχε χτυπηθεί, ήταν ψύχραιμος. Μάλιστα ρώτησε κάποιος από τον ασύρματο κι εκείνος απάντησε», ανέφερε μεταξύ άλλων, για να προσθέσει:
«Η αντίδραση του κατηγορουμένου όταν του είπε ο άλλος αστυνομικός “άσ’ το τελείωσε” για τη γυναίκα του, ήταν σαν να μην κατάλαβε τι έχει γίνει. Μας είπε κάποια στιγμή “γιατί τη σκότωσαν αφού τους έδωσα τα λεφτά;”. Από τις ερωτήσεις που μας έκανε κατάλαβε ότι είχε πεθάνει, αλλά η αντίδρασή του ήταν τέτοια σαν να μην είχε πεθάνει η γυναίκα του. Η πρώτη αντίδραση ήταν σαν να μην κατάλαβε, αλλά μετά είχε καταλάβει και η συμπεριφορά του ήταν περίεργη. Ηταν ψύχραιμος σε σημείο που δε μπορούσα να το πιστέψω. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ηρεμία, τόση ψυχραιμία, είχε μια γαλήνη σε φάση που δεν το έχω ξαναδεί αυτό. Ηρθαν πολλές υπηρεσίες και σε όλες έλεγε την ιστορία σαν να μην έχει συμβεί κάτι σε αυτόν. Αν μου είχε συμβεί εμένα, θα έλεγα “ρε παιδιά, τα έχω πει πέντε φορές, πόσες φορές να τα πω;”».
«Μας είπε ότι οι ληστές είχαν όπλα και μάλιστα είπε ότι είχαν ένα όπλο σαν το δικό μου, γεγονός που μας έκανε εντύπωση γιατί ένα θύμα εκείνη τη στιγμή δεν παρατηρεί το είδος του όπλου. Μας προβλημάτισε επίσης το παράθυρο, ο τρόπος που αντιδρούσε ο κατηγορούμενος, το χτύπημα στο μέτωπό του για το οποίο απάντησε ότι δεν είχε χτυπηθεί. Μάλιστα, ρώτησε κάποιος από τον ασύρματο κι εκείνος απάντησε. Ηταν τόσο ψύχραιμος, δεν έχω συναντήσει ξανά τόση ψυχραιμία».
Πρόεδρος: Σας έκανε εντύπωση ότι υπήρχε απουσία συναισθήματος;
Αστυνομικός: Ημασταν τόσοι άνθρωποι κάτω και δεν μπορούσαμε να συνέλθουμε, δεν μιλούσαμε και εκείνος ήταν ψύχραιμος. Ο πρώτος πανικός που επικράτησε στο σπίτι, ακολουθήθηκε από ηρεμία. Ηταν σαν να είπε «ότι έγινε, έγινε». Μόλις είπα «πάμε κάτω να μείνει καθαρός ο χώρος», ήταν σαν να τελείωσαν όλα.
Ο μάρτυρας δέχθηκε ερώτηση από την Εδρα και για την αντίδραση του Αναγνωστόπουλου βλέποντας το σκυλί κρεμασμένο στην κουπαστή της σκάλας. Οπως είπε, δεν υπήρξε καμία αντίδραση από τον πιλότο.
Ακολούθησε ερώτηση από τον εισαγγελέα της Εδρας για το πώς κατάφερε ο καθ’ ομολογίαν δολοφόνος να δεθεί και να φιμωθεί μόνος του.
Εισαγγελέας: Πώς μέτρησε τον χρόνο για να δέσει τον λαιμό του;
Μάρτυρας: Θεωρώ ότι το «δεν παίρνω ανάσα και πεθαίνω» δεν ήταν αληθές. Ηταν σφιχτά δεμένος, αλλά δεν ήταν σε τέτοια κατάσταση. Από τη στιγμή που λύθηκε και μετά, ήταν τρομερά ψύχραιμος, ήταν σαν να μην είχε πεθάνει η γυναίκα του. Ημασταν μαζί 3-4 ώρες και δεν μου είπε μια φορά «τι έπαθα! Εχασα τη γυναίκα μου». Πρώτη φορά στα 20 χρόνια, είδα θύμα να έχει τέτοια ψυχραιμία.