«Αυτό το κίνημα δεν υπήρξε ποτέ ομοιογενές. Είναι κάτι ξεχωριστό και πρωτόγνωρο. Υπήρξε μια φάση της άκρας Δεξιάς, στη συνέχεια μια φάση λαϊκιστική και οχλοκρατική με αίτημα για δημοψήφισμα κι άμεση δημοκρατία ενώ σήμερα έχουμε φτάσει στη φάση της εξέγερσης. Από μια κρίση για την έγκριση ενός φόρου περάσαμε σε μια κρίση για την αποδοχή του κράτους. Αυτές οι ομάδες δεν αναγνωρίζουν την κρατική εξουσία και το δηλώνουν στο πεδίο της δημόσιας τάξης. Σύντομα η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να απαντήσει παρά μόνο καταφεύγοντας στην καταστολή. Στην περίπτωση, όμως, που κάποιος διαδηλωτής χάσει τη ζωή του, τότε αυτό θα αποτελέσει μια ουσιαστική καμπή. Η εξουσία θα δυσκολευτεί πολύ να παραμείνει όρθια».
Αυτά δηλώνει, μιλώντας στον Στέφανο Μοντεφιόρι, ανταποκριτή της Corriere dell Sera στο Παρίσι, ο γάλλος πολιτειολόγος Ντομινίκ Ρενιέ, σχολιάζοντας το νέο κύμα βίας που συγκλόνισε για ακόμη ένα Σάββατο τη γαλλική πρωτεύουσα, κατά τη διάρκεια της 18ης συναπτής κινητοποίησης των Κίτρινων Γιλέκων που από τον περασμένο Νοέμβριο διαμαρτύρονται για τις κοινωνικές και δημοσιονομικές πολιτικές του γάλλου προέδρου.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τον ακαδημαϊκό της περίφημης Sciences Po οι ευθύνες του Εμανουέλ Μακρόν είναι σχετικά περιορισμένες. Γιατί «την ίδια κατάσταση θα αντιμετώπιζε οποιοσδήποτε στη θέση του. Οι προκάτοχοί του φόρτωσαν με τόνους νόμων και κανονισμών τη δοκό. Ο Μακρόν περιορίστηκε στο να προσθέσει ακόμη ένα κιλό και αυτό επέφερε την κατάρρευση».
Και για τον λόγο αυτό τα δέκα δισεκατομμύρια ευρώ και ο Μεγάλος Εθνικός Διάλογος του γάλλου προέδρου δεν πρόκειται να συμβάλουν στην εκτόνωση της κρίσης που πλήττει τη γαλλική κοινωνία.
«Στην πραγματικότητα δεν δόθηκε καμιά συγκεκριμένη απάντηση στο κεντρικό ζήτημα της αγοραστικής δύναμης. Τα βασικά θέματα είναι δύο: η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης και η πληθώρα κανονισμών που πέφτουν βροχή στα κεφάλια των γάλλων πολιτών κατά την συγκεντρωτική παράδοση του Παλαιού Καθεστώτος (ancien régime). Οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν τον περασμένο Νοέμβριο κατά της αύξησης της φορολογίας των καυσίμων και της μείωσης του ορίου ταχύτητας στα 80 χιλιόμετρα την ώρα στο επαρχιακό δίκτυο. Μεταλλάχτηκαν, ωστόσο, σε κάτι άλλο και το μοναδικό που μπορεί να κάνει, πλέον, η κυβέρνηση είναι να λάβει μια τολμηρή απόφαση περί μείωσης, για παράδειγμα, κατά 50% των φόρων της μεσαίας τάξης. Οποιαδήποτε άλλη διευθέτηση δεν έχει νόημα», υπογράμμισε ο γάλλος ειδικός.
Όσον αφορά τους βασικούς πρωταγωνιστές της σφοδρής και βίαιης αντιπαράθεσης που συγκλονίζει εδώ και τέσσερις μήνες το Παρίσι και ολόκληρη τη Γαλλία, τους εξεγερμένους και τις δυνάμεις ασφαλείας, ο Ντομινίκ Ρενιέ δηλώνει καταρχάς πως το κύριο πρόβλημα των Κίτρινων Γιλέκων έγκειται στο γεγονός ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν:
«Μεταξύ τους συγκαταλέγονται δεξιοί υποστηρικτές της εθνικής κυριαρχίας που πρόσκεινται στην Μαρίν Λεπέν, αριστεριστές της Ανυπότακτης Γαλλίας του Ζαν–Λυκ Μελανσόν, υπάρχουν ακόμα και ακτιβιστές του κινήματος no global, που ήταν άφαντοι εδώ και χρόνια. Τα λαϊκιστικά κόμματα αποπειράθηκαν να τους ελέγξουν αλλά εκείνοι αντιστάθηκαν. Δεν έχουν ηγέτες, ούτε εκπροσώπους-διαπραγματευτές. Στόχος τους είναι οι βανδαλισμοί και η συστηματική επίθεση κατά της αστυνομίας, συμβόλου του κράτους».
Σχολιάζοντας τη δράση των αστυνομικών και των λοιπών δυνάμεων ασφαλείας που κατηγορούνται για άσκηση υπερβολικής βίας αλλά και για την αδυναμία τους να αποτρέψουν τις λεηλασίες και τις καταστροφές στην καρδιά του Παρισιού, υπογραμμίζει:
«Βρίσκονται ενώπιον ενός άλυτου γρίφου, γιατί πρέπει να διατηρήσουν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια αλλά και να σεβαστούν την πρωταρχική εντολή της κυβέρνησης περί αποφυγής θανάτων μεταξύ των διαδηλωτών. Στην περίπτωση που η βία ενταθεί περαιτέρω και υπάρξουν θύματα, τότε δεν θα υπάρχει καμιά διέξοδος»
Ο Ρενιέ προειδοποιεί ταυτόχρονα πως ο Εμανουέλ Μακρόν έχει ελάχιστες επιλογές:
«Κέρδισε την εξουσία χάρη στο κλίμα του “να πάνε όλοι στα σπίτια τους”. Αλλά τώρα θέλουν να διώξουν και τον ίδιο. Η ιδέα του εθνικού διαλόγου ήταν καλή, αλλά ανεπαρκής για την επίλυση χρόνιων προβλημάτων. Ο Μακρόν αντιδρά με παραδοσιακό τρόπο, με δέκα δισεκατομμύρια, σε μια πρωτόγνωρη διαμαρτυρία. Έγραψε το βιβλίο “Revolution” δίχως να γνωρίζει πόσο δίκιο είχε».