Oταν ήταν μικρός, ο Πάου Γκασόλ ήθελε να γίνει γιατρός, ακολουθώντας τα βήματα της μητέρας του. Αλλά ξαφνικά άρχισε να ψηλώνει και να μη σταματά και παρ’ ότι φοίτησε για έναn χρόνο σε μια Ιατρική Σχολή κατέληξε τελικά να ασχοληθεί με το μπάσκετ και να διαπρέψει ως καλαθοσφαιριστής.
Η Μπέκι Χάμον, από την πλευρά της, ονειρευόταν πάντα να γίνει μπασκετμπολίστρια, ενώ τα είδωλά της ήταν οι αστέρες του NBA. Σε αντίθεση, όμως, με τον Πάου, εκείνη σταμάτησε να ψηλώνει λίγο πριν ξεπεράσει το ένα μέτρο και εβδομήντα εκατοστά. Αλλά παρ’ ότι την αποθάρρυνε ακόμα και ο ίδιος ο πατέρας της, η Μπέκι είχε ήδη αποφασίσει για το μέλλον της.
Σήμερα, ο καταλανός άσος των Σαν Αντόνιο Σπερς είναι 37 χρονών και συναντά καθημερινά την κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του Μπέκι η οποία από το 2014, έπειτα από μια εξαιρετική καριέρα στα γήπεδα, κατάφερε να γίνει η πρώτη γυναίκα βοηθός προπονητή πλήρους απασχόλησης στον μαγικό και άκρως ανδροκρατούμενο κόσμο του NBA.
Μάλιστα ο Γκασόλ θεωρεί πως είναι τόσο καλή στη δουλειά της, που της αξίζει να έχει μια ομάδα υπό την αποκλειστική καθοδήγησή της. «Είναι έτοιμη να προπονήσει στο NBA. Τελεία» επισήμανε ο γίγαντας των 2 μέτρων και 13 εκατοστών σε ανοιχτή επιστολή του προς το Players’ Tribune με στόχο να καταρρίψει «μερικά από τα ανόητα επιχειρήματα που κυκλοφορούν εναντίον της Χάμον και, γενικά, κατά της ιδέας περί μίας γυναίκας επικεφαλής προπονήτριας στο ΝΒΑ».
Δεδομένου ότι έχει υπάρξει πρωταθλητής και μάλιστα δις, του NBA με τους Λος Αντζελες Λέικερς του θρυλικού Κόμπι Μπράιαντ, τα λόγια του Γκασόλ έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. «Ακούω να λέγεται πως στο ανώτατο επίπεδο μια γυναίκα δεν είναι ικανή να προπονεί άνδρες. Βρίσκομαι στο ΝΒΑ εδώ και 17 χρόνια. Εχω κατακτήσει δυο πρωταθλήματα, έχω παίξει με ορισμένους από τους κορυφαίους παίκτες αυτής της γενιάς και έχω δουλέψει με δύο από τα κορυφαία μυαλά στην ιστορία του αθλήματος, τον Φιλ Τζάκσον και τον Γκρεγκ Πόποβιτς. Σας λέω λοιπόν: η Μπέκι Χάμον μπορεί να προπονήσει ομάδα του ΝΒΑ».
Ο πρώτος που αντιλήφθηκε τις ικανότητες της Μπέκι στην προπονητική ήταν ο Γκρεγκ Πόποβιτς, ο θρυλικός προπονητής των Spurs, όταν εκείνη δεν είχε εγκαταλείψει ακόμα τα παρκέ. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε πολλούς να δηλώσουν πως η πρόσληψή της από τους Spurs αποτέλεσε μια δημοσιοσχετίστικη κίνηση της ομάδας.
«Μιλάμε για το ΝΒΑ, μία βιομηχανία με πολλά χρήματα στο τραπέζι και καμία ανοχή στη μετριότητα. Μιλάμε επίσης για τους San Antonio Spurs, μία από τις πιο επιτυχημένες ομάδες του αιώνα. Μία ομάδα που ανέδειξε παίκτες όπως ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον, ο Τιμ Ντάνκαν, ο Μανού Τζινόμπιλι, ο Τόνι Πάρκερ. Μία ομάδα με περισσότερες από 50 νίκες για 18 σερί σεζόν και πέντε πρωταθλήματα σε 20 χρόνια» υπενθύμισε σε όλους το μεγάλο αστέρι της εθνικής Ισπανίας.
Τέλος, μια τρίτη προκατάληψη αφορά την ιδέα περί της αμηχανίας των ανδρών παικτών εξαιτίας της παρουσίας μιας γυναίκας στα αποδυτήρια. «Είναι γελοίο αυτό -γράφει ο Γκασόλ-, αξίζει όμως να το εξετάσουμε σοβαρά. Υπενθυμίζω σε όλους ότι οι παίκτες αλλάζουν σε συγκεκριμένο μέρος και οι προπονητές σε ένα άλλο. Και είμαι σίγουρος πως η Μπέκι, στο δωμάτιο των προπονητών, έχει τον δικό της προσωπικό χώρο».
Αυτό που θέλησε να καταγγείλει ο Γκασόλ είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία, την ώρα που στην ευρύτερη κοινωνία πολλαπλασιάζονται οι προσπάθειες «ώστε να αναπτύξουμε την κοινωνική μας ευαισθησία, να δεχθούμε το διαφορετικό και να παλέψουμε για την ισότητα, υπάρχει κόσμος που νομίζει πως o αθλητισμός θα πρέπει να αποτελεί εξαίρεση. Υπάρχει αυτή η ιδέα, για μερικούς, σύμφωνα με την οποία ο αθλητισμός πρέπει να είναι ένας κλειστός κόσμος, όπου είναι αποδεκτό να είμαστε στενόμυαλοι. Και πως εμείς ως αθλητές, ακόμα και αν ενοχλούμαστε με το πώς έχουν τα πράγματα, θα πρέπει (όπως λένε) “να ασχολούμαστε μόνο με το άθλημα”».
Και αυτές είναι οι απόψεις ενός αθλητή που θεωρεί το NBA «οικογένειά» του. Εξίσου με την πραγματική του οικογένεια στους κόλπους της οποίας έμαθε όλα όσα υποστηρίζει σήμερα υπέρ της Μπέκι Χάμον. «Ο πατέρας μου ήταν νοσοκόμος και η μητέρα μου γιατρός. Θυμάμαι τον κόσμο να θεωρεί λανθασμένα πως ο πατέρας μου ήταν ο γιατρός και η μητέρα μου η νοσοκόμα – συνέβαινε πιο συχνά απ’ ότι θα έπρεπε. Στα 37 μου μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια πως δεν σκέφτηκα ποτέ τη μητέρα μου ως μία γυναίκα γιατρό. Για εμένα, ήταν πάντα… γιατρός».