Οταν πριν από λίγο καιρό είχαμε ρωτήσει τον πρόεδρο της Beat (κάποτε Taxibeat) Νίκο Δρανδάκη πόσα ταξί της Αθήνας θα ήθελε να δει συνδεδεμένα στην εταιρεία διαμεσολάβησης που διοικεί –πλέον, λειτουργεί σύμφωνα με τον ψηφισμένο Νόμο 4530/2018– η απάντησή του ήρθε δίχως δεύτερη σκέψη: «Ολα!».
Και αυτό, λίγες ώρες προτού πετάξει για τη Λίμα του Περού.
Από εκεί έρχονται τα νέα μαντάτα για την ελληνικής «κατασκευής» Beat, που μπορεί να εξαγοράστηκε αντί γενναίου ποσού από τη «μαμά» εταιρεία της Mercedes, Daimler, αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί με ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο.
Εκεί λοιπόν, στη Λίμα, η Beat καταδεικνύεται από τα στοιχεία ως η πιο δημοφιλής ψηφιακή εφαρμογή ταξί στο Περού, αφήνοντας πίσω της μεγάλους παίκτες, όπως η Uber, το Easy και το Cabify, με τους οποίους ανταγωνίζεται. Στο δε Σαντιάγο της Χιλής, όπου λειτουργεί ήδη έξι μήνες, «καταγράφεται αριθμός διαδρομών που αντιστοιχεί στις επιδόσεις της εφαρμογής στην Αθήνα, όπου η Beat λειτουργεί εδώ και επτά χρόνια».
Στην ελληνική πρωτεύουσα η εταιρεία εξακολουθεί να είναι η κορυφαία εφαρμογή κλήσης ταξί. Περίπου ένα εκατομμύριο επιβάτες έχουν εγγραφεί σε αυτή, ενώ ο μέσος χρόνος εξυπηρέτησης συμβαδίζει με αυτόν της υπόλοιπης Ευρώπης και είναι σήμερα λιγότερο από 4 λεπτά της ώρας. Στην Αθήνα συνεργάζονται με την Beat πάνω από 5.000 οδηγοί ταξί – σε μηνιαία βάση.
Αντίστοιχα είναι και τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας, που σχεδιάζει την παραπέρα επέκτασή της στη Λατινική Αμερική – ο Νίκος Δρανδάκης μού είχε μιλήσει για την Μπογκοτά της Κολομβίας.
Μιλάμε για «100% ανάπτυξη στο πρώτο τρίμηνο του 2018, σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, για τις δραστηριότητες της Beat εκτός Ελλάδας», όπου διπλασιάστηκε ο συνολικός αριθμός των διαδρομών που πραγματοποιούνται μέσα από την εφαρμογή. «Πρακτικά, σχεδόν το 90% του αριθμού των Beat διαδρομών πραγματοποιείται σήμερα εκτός ελληνικών συνόρων».
Παράλληλα, η Beat έχει ήδη διπλασιάσει τον αριθμό των εργαζομένων της, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2017, απασχολώντας στις χώρες όπου δραστηριοποιείται 250 υπαλλήλους (οι μισοί δουλεύουν στην Αθήνα), ενώ μέσα στους επόμενους μήνες ο στόχος είναι ο αριθμός των εργαζομένων να ξεπεράσει τους 400 και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας στην Αθήνα, «στο πλαίσιο της δέσμευσής της για επενδύσεις στην Ελλάδα» (δείτε εδώ τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας).
Από την πρόσφατη συζήτηση με τον Νίκο Δρανδάκη είχε βγει και η είδηση για την αξιοποίηση ενός συμπλέγματος κτιρίων, στη λεωφόρο Κηφισίας, που στόχος είναι να μετατραπεί σε μια μίνι ελληνική Silicon Valley.
Εκεί, θα μεταφερθούν τα γραφεία και οι εργαζόμενοι της Beat, αλλά θα δοθεί η δυνατότητα συστέγασης στο ίδιο κτιριακό σύμπλεγμα και άλλων ανάλογων ελληνικών εταιρειών ψηφιακών υπηρεσιών και πληροφορικής.
Ετσι θα δημιουργηθεί το περιβάλλον και για όσους έλληνες επιστήμονες, που εργάζονται στο εξωτερικό (ήδη επέστρεψαν πέντε από τη Βρετανία, τη Δανία και την Ελβετία) «θέλουν να επαναπατριστούν σε ένα περιβάλλον εργασίας υψηλών προδιαγραφών».
Σε αυτό το πλαίσιο, η Beat έχει δημιουργήσει ένα ειδικό πακέτο, το οποίο απευθύνεται πρωτίστως σε αυτούς τους Έλληνες επιστήμονες, προσφέροντάς τους υποστήριξη, «προκειμένου να διευκολύνει τη διαδικασία μετεγκατάστασής τους στην Αθήνα: μετακόμιση, εύρεση κατοικίας, γραφειοκρατικές διαδικασίες με το Δημόσιο, λογιστικά, νομικά θέματα κ.ά. (περισσότερα εδώ).