Ας μεταφερθούμε νοερά σε μια γωνιά της Αργολίδας. Στο παραλιακό Κιβέρι. Και ας νιώσουμε – νοερά πάλι – τον παλμό του 40ήμερου τουρνουά Κιβέρι-μπάσκετ, που διοργανώνει για 230 παιδιά από την Ελλάδα και το εξωτερικό ο προπονητής Γιάννης Καρκαλάτος, με χρόνια εμπειρίας στα γήπεδα της Βόρειας Αμερικής. «Ενσταλάζοντας, πάνω και πέρα από την κρίση, ελπίδα και κίνητρο σε εκατοντάδες παιδιά κάθε χρόνο», όπως το θέτει ο ομογενής σκηνοθέτης – εκ Καναδά – Παναγιώτης Γιαννίτσος. Δημιουργός και ταινιών, όπως ο «Θαρραλέος» (Tharaleos) και το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» (Bread, Education, Freedom). Καθώς πάντα, όπως μου λέει, τον ενδιέφεραν ιστορίες που κρύβουν κάτω από τις γραμμές ένα βαθύ πολιτικό μήνυμα και αφηγούνται ιστορίες ανθρώπινες και ιστορίες ανθρώπων».
Δεν είναι τυχαία η νοερή μεταφορά στο Κιβέρι. Κάπου εκεί, δίπλα στη θάλασσα και σε μία παιδική μπασκέτα βρήκε την έμπνευσή του ο ελληνοκαναδός κινηματογραφιστής. Όπως και στο χωριό Άγιος της Εύβοιας. Όπου, αφήνοντας την Αθήνα εδώ και εφτά χρόνια, ο Απόστολος Σιάνος, μαζί με μια παρέα, έχει στήσει την αυτόνομη οικο-κοινότητα Free and Real: μία μη κερδοσκοπική, μη κυβερνητική οργάνωση με σκοπό την «Ελευθερία Πόρων για Όλους Παντού & Σεβασμός, Ισότητα, Αντίληψη και Γνώση», όπως το εξηγούν. Ή, πιο πρακτικά, «τη φροντίδα της σωματικής και ψυχικής υγείας, την καλλιέργεια της διατροφής και εν γένει την προσπάθεια για την πλήρη αυτάρκεια του ατόμου».
Γυρίζοντας πίσω στην Αθήνα και τρώγοντας με φίλους ο Παναγιώτης Γιαννίτσος, πάνω σε μια κουβέντα για την κρίση, τους έκανε την απλή ερώτηση: «Πού βλέπετε τον εαυτό σας πέντε χρόνια μετά;» «Όλοι σιώπησαν ξαφνικά. Ένας από τους φίλους καθάρισε το λαιμό του και ξεστόμισε: «Δεν μιλάμε πλέον για το μέλλον μας».
Αυτό ήταν. «Με όσα είδα και άκουσα, έπρεπε να κάνω μια ταινία για το σήμερα αλλά και το μέλλον, την απελπισία αλλά και την ελπίδα για τους νέους στην Ελλάδα της κρίσης», λέει ο κ. Γιαννίτσος. Και την έκανε. Με μπόλικη δουλειά και πολλά γυρίσματα και στην Ελλάδα και εκτός. Και παρουσίασε στις αρχές Μαρτίου το τρέιλερ και πρόσφατα προσκλήθηκε στο Montreal Greek Film Festival και από το SBS News στην Αυστραλία. Eτοιμάζεται δε να την προβάλει μέσα στον Απρίλιο στην Ελλάδα, απ’ όπου ξεκίνησαν όλα για την ταινία του «Freedom Besieged» ή, αν θέλετε, «Πολιορκημένη Ελευθερία» – «Ελευθερία σε Πολιορκία».
Είναι, αλήθεια, πολιορκημένη η Ελευθερία στην Ελλάδα του σήμερα; «Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Ο ποιητής εμπνέεται εκεί από τον αγώνα για την Ανεξαρτησία και γράφει για την «ελευθερία βούλησης» των Ελλήνων, το πνευματικό και ψυχολογικό τους πλεονέκτημα έναντι των κατακτητών που τους οδηγεί στη νίκη. Νιώθω ότι από ψυχολογικής πλευράς η ελευθερία είναι πολιορκημένη στον νου της ελληνικής νιότης, αλλά όπως και εκείνοι οι Έλληνες του Σολωμού παίρνουν και πάλι τις ζωές τους στα χέρια τους»
Μια μέρα, ψάχνοντας στα Εξάρχεια για νέους που να είναι διατεθειμένοι να μιλήσουν στην κάμερα, το συνεργείο του Παναγιώτη Γιαννίτσου έπεσε πάνω σε μια παρέα 20χρονων, οι οποίοι φάνηκαν να τους αποφεύγουν. «Είμαστε εκείνοι που σταμάτησαν να μιλάνε. Γράψ’ το αυτό με την κάμερα», τους πέταξε ένας από τους νέους. «Δεν είναι τραγωδία αν οι νέοι νιώθουν ότι δεν έχουν πια φωνή; Πέρα από τα οικονομικά ή πολιτικά δεδομένα», αναρωτιέται ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης.
Βέβαια, δηλώνει αισιόδοξος. Αν και όχι ευχαριστημένος, μου επισημαίνει. «Δεν είναι λίγο όμως να διαπιστώνεις, ας πούμε, την γαστρονομική έκρηξη στην Τήνο, να παρατηρείς δείγματα μουσικής και καλλιτεχνικής αναγέννησης στο Tesla Hub στην Αθήνα, να βλέπεις πως ξεκινούν αρκετές start up εταιρείες ανά τη χώρα. Θυμάμαι ότι πριν από χρόνια ο φίλος μου (ειδικός στην στρατηγική των brands) Πίτερ Οικονομίδης μου είχε πει ότι οι νέοι δεν καταλάβαιναν καν τι σημαίνει start up. Τώρα, κοιτάξτε, υπάρχουν. Συμβαίνουν!»
Αν θα κρατούσε μία φράση από όλα αυτά τα γυρίσματα είναι μία, τρίλεκτη: «Η Άλλη Ελλάδα». Όπως και μια φράση του Νόαμ Τσόμσκι, με τον οποίο συζήτησε την διόλου ευοίωνη προοπτική με νέους που, όλο και περισσότεροι, εγκαταλείπουν την Ελλάδα. «Αυτό που κάνεις είναι σημαντικό. Θυμήσου το», του είπε. «Εγώ, πάντως, θα ερχόμουν να ζήσω σήμερα στην Ελλάδα, αλλά με έναν σκοπό ξεκάθαρο: να ξυπνήσω την ελληνική οικονομία και δημιουργικότητα, με τον ρόλο μου ως κινηματογραφιστής», μου λέει. «Θέλω στο εγγύς μέλλον να στήσω ένα κινηματογραφικό στούντιο στην Ελλάδα».
Αυτό το ονομάζει ελπίδα. Σε αυτό, μου λέει, εστιάζει κυρίως το «Freedom Besieged». Στην Ελπίδα, πάρα σε προβλήματα. «Δεν χρειάζονται οι Έλληνες άλλη μία ταινία «για την κρίση». Είναι καιρός να απαγκιστρωθούν από αυτό. Και να δουν εκείνους που τους ξυπνάνε ή που ξυπνάνε, δημιουργικά και με έμπνευση, και να αναλάβουν δράση. Αν με ρωτάτε ποιο νομίζω ότι είναι το πρόβλημα της Ελλάδας τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ότι απομακρύνεται από τις βασικές αρχές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Και σε αυτό ευθύνη έχει το κράτος, αλλά και οι πολίτες του. Μαζί και οι ψεύτικες υποσχέσεις και η διαφθορά. Νομίζω ότι οι Έλληνες απαιτούν σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ουσιαστική αλλαγή και ότι οι ευαίσθητοι Έλληνες πολίτες δεν θα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης μέσα στην απόγνωσή τους ή με το να τους δείχνεις έναν νέο εχθρό προ των πυλών. Ελπίζω ότι έχω δίκιο. Πλέον κοιτάμε στον καθρέφτη. Οπότε ο,τιδήποτε λιγότερο από σημαντικές αλλαγές στην χώρα δεν είναι καν δεκτό».
Σε σχέση με την έμπνευσή του, την κατασκήνωση και το τουρνουά μπάσκετ του Γιάννη Καρκαλάτου, μου μίλησε για κίνητρα. Το δικό του; «Όλα αυτά είναι μέρος της δικής μου ταυτότητας. Της ελληνικής». Απλά. Και ξάστερα. «Όταν κάνω μια ταινία, πάντα υπάρχει το στοιχείο της αυτό-αναφορικότητας ή, αν θέλετε, της αντανάκλασης του εαυτού. Η δουλειά μου είναι προσωπική και είναι φυσικό να με γοητεύουν ιστορίες που αφορούν τον τόπο από τον οποίο έλκω την καταγωγή μου». Άλλωστε όλα θέμα καταγωγής και αγωγής δεν είναι;
Χώρια ότι ο Παναγιώτης Γιαννίτσος αρρωσταίνει – έτσι ακριβώς το λέει – όταν «υπάρχει μια ιστορία εκεί έξω και θέλω να την αφηγηθώ αλλά ακόμη δεν μπορώ. Έχω μια τεράστια λίστα ιστοριών που θα ήθελα να αφηγηθώ. Υπάρχει δε και ένα φως που καίει μέσα μου και έχει επιλέξει την κινηματογραφία όχι μόνον ως μέσον για την αντανάκλαση του εαυτού, αλλά και για την επικοινωνία με τον κόσμο γύρω μου».
Στην ταινία του συνεισέφεραν οικονομικά – «υποστήριξαν», όπως ο ίδιος το θέτει – αρκετοί Έλληνες της Διασποράς. Όχι μόνον στον Καναδά. «Αν και νομίζω», μου εκμυστηρεύεται, «ότι οι Έλληνες στη Βόρεια Αμερική δεν έχουν ακόμη κατανοήσει πλήρως πόσο πολύ μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις και να βοηθήσουν την Ελλάδα. Με μια έννοια, σκοπός αυτής της ταινίας είναι και να ενώσει τους απανταχού Έλληνες σε κάτι κοινό. Και να χτίσει γέφυρες ανάμεσα στους νέους της Ελλάδας και τον έξω κόσμο. Να δείξει στον έξω κόσμο την ελπίδα και το μέλλον που έχει η Ελλάδα των νέων στα χέρια της».
Χώρια ότι θεωρεί ως μεγάλο προτέρημα των Ελλήνων την καινοτομία. Στην Επιστήμη, την Φιλοσοφία, τις Τέχνες. «Δεν είναι το θέμα να θέσουμε τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων. Ή να αγγίξουμε τις πληγές. Η ταινία «Freedom Besieged» εξετάζει κυρίως τι χρειάζεται για να στηθεί ξανά το κοινωνικό οικοδόμημα που θα υποκινήσει, θα «ανάψει» αν θέλετε, ξανά τα κίνητρα των νέων να ζητήσουν αλλαγές ριζικές και να δημιουργήσουν το μέλλον για την Ελλάδα. Αφορά κυρίως στη σημασία της κοινωνικής συνεργατικότητας πάνω σε αυτό τον κοινό στόχο. Ανοίγει μια συζήτηση για την σημερινή ψυχολογία των νέων της Ελλάδας και για την αναγκαία αυτό-ανάλυση. Οι καιροί που ζούσαμε μόνον με την απελπισία μας έχουν περάσει. Είναι καιρός για ελπίδα».
«Η συνεργατικότητα κινητοποιεί»
«Η αφήγηση ενώνει τους ανθρώπους» είχε πει στον Παναγιώτη Γιαννίτσο ο φίλος του Πίτερ Οικονομίδης, μαιτρ στην στρατηγική των brands στις Ηνωμένες Πολιτείες (που μιλάει και στην ταινία «Freedom Besieged»). Και το τήρησε στην κινηματογραφική του εταιρεία Inside Earth, που «πλέον μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εταιρεία που παράγει ντοκιμαντέρ κοινωνικής υφής, εστιάζοντας στις γενεές του μέλλοντος», όπως το θέτει ο ίδιος. «Κάπου ανάμεσα στην Κύπρο, το Ισραήλ και την Ισλανδία «θα μας βρείτε να κινηματογραφούμε το επόμενο μεγάλο πρότζεκτ μας».
Στο «Freedom Besieged», πέρα από τον στοχαστή Νόαμ Τσόμσκι, καθηγητή στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (MIT), ή πολιτικούς όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλούν και οι Πύρρος Δήμας και Μάικλ Δουκάκης. Ακόμη και ένας 22χρονος φωτογράφος στα Εξάρχεια ή ο Γιάννης Διακουμάκος, που επιμένει να κατασκευάζει αναλογικά συνθεσάιζερ τα οποία χρησιμοποιούν συγκροτήματα όπως οι Depeche Mode και οι Aerosmith.
Όμως συμμετέχουν στην κινηματογραφημένη συζήτηση και διακεκριμένοι Ελληνοαμερικανοί. Πρώτος, ο Πίτερ Χ. Διαμαντής, μηχανικός και επιχειρηματίας, ιδρυτής και πρόεδρος του Ιδρύματος XPrize Foundation και συνιδρυτής του Singularity University στην Σίλικον Βάλεϊ, με νέο πρότζεκτ ένα start up βιοτεχνολογίας που εξειδικεύεται στην εξόρυξη του ανθρώπινου πλακούντα για τη χρήση βλαστοκυττάρων στην αντιμετώπιση του καρκίνου αλλά και την επέκταση της ανθρώπινης ζωής, το Cellularity.
Το μήνυμά του, μέσω της ταινίας, προς του Έλληνες νέους ήταν, κατά τον Παναγιώτη Γιαννίτσο: «Δεν υπάρχει λόγος να μην πετύχετε. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ οι νέοι έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην Πληροφορία από όσο είχαν τα υπουργεία Αμύνης των χωρών πριν από δέκα χρόνια».
Αντιλαμβανόμενος τα τυπικά – γραφειοκρατικά; – εμπόδια που έχουν να αντιμετωπίσουν οι νέοι επίδοξοι Έλληνες επιχειρηματίες, «δεν θεωρεί πως αυτός είναι άλλοθι για να αφήσουμε τις νέες ιδέες να πεθάνουν, προτού γεννηθούν. Αν δούμε την κοινότητα στην Σίλικον Βάλεϊ, δεν σημαίνει ότι είναι πιο καινοτόμα και πιο έξυπνη από τους νέους που ζουν στην Αθήνα. Απλώς η κοινότητα στην Σίλικον Βάλεϊ έχει μια σειρά από συνεχείς προκλήσεις αλληλεπίδρασης: την επικοινωνία, τη συνέργεια, τον υγιή συναγωνισμό, που προκαλούν και εμπνέουν τις καινοτομίες. Αυτό θα κινητοποιούσε και τις αντίστοιχες ελληνικές αρετές».
Τέλος, στο «Freedom Besieged» μιλάει και η νεότατη ερευνήτρια της NASA, Ελένη Αντωνιάδου, που «κάνει εξαιρετικά πράγματα στην βιοτεχνολογία, την αναγεννητική ιατρική, το Διάστημα και και και… Αν και η ίδια άφησε την Ελλάδα για να κυνηγήσει το όνειρό της, θεωρεί πως τώρα είναι ο καιρός, την εμπειρία και τη γνώση που απέκτησαν οι νέοι που έφυγαν στα ξένα να την χρησιμοποιήσουν, επιστρέφοντας, για να «λιπάνουν» το ελληνικό έδαφος με νέες εξαιρετικές ιδέες».