Αν ένα πράγμα δεν μπορείς να κάνεις με τον Γιώργο Λάνθιμο είναι να τον αγνοήσεις. Από τη μία τα βραβεία του και από την άλλη τα φιλμ του που δεν αφήνουν κανέναν ασυγκίνητο –άλλοι χειροκροτούν, άλλοι ενοχλούνται και σοκάρονται. Το ίδιο συμβαίνει τώρα με το φιλμ «The Killing of a Sacred Deer», που διχάζει κοινό και κριτικούς όπου προβάλλεται.
Τελευταίος σταθμός η Γερμανία, εξ ου και η συνέντευξη του έλληνα δημιουργού στην έντυπη έκδοση της Die Welt (το φιλμ με τον Κόλιν Φάρελ και τη Νικόλ Κίντμαν προβάλλεται από σήμερα Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου στα γερμανικά σινεμά).
Στη συνέντευξή του ο σκηνοθέτης αναφέρει ότι δεν επιθυμεί να ερμηνεύσει ο ίδιος την ταινία του, αλλά δημιουργεί τον χώρο για να σχηματίσει τη δική του άποψη το κοινό. «Παρουσιάζω το έργο στον κόσμο και μετά ο θεατής μπορεί να το καταναλώσει ή να το ερμηνεύσει ή να το αγαπήσει ή να το μισήσει. Δεν μπορώ να προβώ σε αυτοανάλυση (…) η αμφισημία προετοιμάζει τον θεατή για περισσότερη σκέψη. Ναι, εάν με αναγκάσει κανείς, θα μπορούσα να δώσω μια ερμηνεία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχει μεγαλύτερη αξία από εκείνη του θεατή».
Ο Λάνθιμος αναφέρει ακόμη ότι εμπιστεύεται το ένστικτό του, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπαίνει στη διαδικασία να περάσει συγκεκριμένα μηνύματα με τις ταινίες του. Επισημαίνει ότι τον ενδιαφέρει η δυναμική της κατάστασης που εξελίσσεται στο έργο του «The Killing of the Sacred Deer», και όχι η θεματική της ενοχής που θέτει ο δημοσιογράφος. Υπογραμμίζει ακόμη την αξία που έχουν για τον ίδιο οι διάλογοι της ταινίας, οι οποίοι δεν περιέχουν φράσεις ασυνήθιστες στην καθημερινότητα, αλλά το πλαίσιο στο οποίο εξελίσσονται τους δίνει μια σουρεαλιστική αίσθηση.
Σε ερώτηση για το τι έχει αφήσει πίσω της η δικτατορία στην Ελλάδα, ο Λάνθιμος απαντά: τη δυσπιστία των Ελλήνων απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας. «Αυτή είναι και η αιτία της ευρέως διαδεδομένης διαφθοράς. Ο Ελληνας φοβάται ότι θα φανεί ανόητος, εάν ακολουθήσει τους κανόνες του παιχνιδιού».
Σε ερώτηση δε, γιατί τις δύο τελευταίες ταινίες του τις έχει γυρίσει εκτός Ελλάδας, ο Λάνθιμος απαντά ότι δεν τον ικανοποιούσε πλέον ο τρόπος εργασίας στην Ελλάδα. «Μόνο μια χούφτα ανθρώπων κάνει ταινίες, επειδή πραγματικά είναι κάτι που αγαπά», αναφέρει, προσθέτοντας ότι κανείς δεν πληρώνεται. «Θέλω να κάνω σωστές ταινίες. Εάν ως σκηνοθέτης ήθελα να προοδεύσω, έπρεπε να εγκαταλείψω την πατρίδα μου».