Αυτή η μικρή ιστορία ξεκινάει σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Όπου «Ενας μόνος και μια μόνη / Ανεβήκαν στο βαγόνι / Έναν – έναν προσπεράσαν / Για να βρούνε τον σωστό». Ε, εσείς που διαβάζετε και κάνετε πως δεν σας αφορά αυτός ο «μοναχικός» χαρακτηρισμός, κάνετε λάθος. Σας βεβαιώνει κάποιος πως δεν μιλάνε για σας οι στίχοι του 18χρονου Γιάννη Βασιλόπουλου;
Λάθος. Μιλάνε και για σας. Τολμηρά: «Μα η μόνη είναι χιόνι / Και τα αισθήματα παγώνει / Ξέρει πώς να δραπετεύει / Πριν να πει το Σ’ αγαπώ». Και αν δεν μιλάνε μόνον για σας, μιλάνε και για τον διπλανό σας: «Μα ο μόνος είναι πιόνι / Το παιχνίδι τον αγχώνει / Προτιμάει από το σκάκι / Να νικάει στο κρυφτό».
Τώρα, εσείς που θέλατε να σφυρίξετε αδιάφορα απέναντι σε αυτήν την πολυμήχανη «μοναξιά», τι θα λέγατε αν μαθαίνατε ότι αυτός ο 18χρονος που σας ξεμπροστιάζει το έγραψε – και δεν το έχει εκμυστηρευθεί σε κανέναν μέχρι τώρα, όπως με διαβεβαιώνει – για τον εαυτό του. «Στην ουσία το έχω γράψει για να μου το αφιερώσει κάποιος». Ναι, και τα δύο στοιχεία της «μοναξιάς». Και το ανδρικό και το γυναικείο. «Έχω και τα δύο στοιχεία μέσα μου», με αποστομώνει με ωριμότητα. «Όπως όλοι μας».
Πιάσαμε την ιστορία από τη στιγμή που «Ο Μόνος και η Μόνη» (σημ.: με τη συμμετοχή του Φοίβου Δεληβοριά) του τραγουδιού μας μπαίνουν στο βαγόνι και προσπεράσαμε την προϊστορία. Του μικρού πλην τολμηρού – και αιχμηρού θα προσέθετα – Γιάννη Βασιλόπουλου. Το ένα σκέλος ενός τραγουδιστικού τριγώνου, που μπήκε στα ακούσματά μας χάρη στη δραστήρια Μικρή Άρκτο, μόλις πριν από λίγο καιρό. Δυναμικά. Και επιθετικά τόσο που μοιάζει να διεκδικεί και άλλο επίθετο: ουσιαστικά. Με ουσία, δηλαδή, για να εξηγούμαστε. Τα άλλα δύο σκέλη αυτού του τριγώνου, εξίσου νέα, είναι ο συνθέτης της παρέας Σπύρος Παρασκευάκος και η τραγουδίστρια Δήμητρα Σελεμίδου.
Αν αυτό το τρίγωνο σας θυμίζει κάτι από το τρίγωνο Γεράσιμος Ευαγγελάτος – Θέμης Καραμουρατίδης – Νατάσα Μποφίλιου ή, παλαιότερα, το τρίγωνο Λίνα Νικολακοπούλου – Σταμάτης Κραουνάκης – Άλκηστη Πρωτοψάλτη, η μνήμη σας δεν λαθεύει. Ειδικά το πρώτο. Που, κατά το μικρό Γιάννη Βασιλόπουλο, «είναι μια παρέα που μας ενέπνευσε, κυρίως στον τρόπο διαχείρισης των ρόλων τους». Είναι και αυτό, μου λέει, ακόμη μία πολιτική (τους) θέση. Η συνύπαρξη. Όπως πολιτική θεωρούν και τη θέση των τραγουδιών. Κυρίως ο ήρωας της μικρής μας ιστορίας, που άλλωστε τους δίνει το πρωταρχικό: το λόγο.
«Κάνουν σαν να θεωρούν ότι ο ακροατής δεν μπορεί να θυμάται πάνω από ένα όνομα και τους σερβίρουν μόνον αυτό. Ας πούμε του τραγουδιστή. Η δε Αντέλ έφτασε στον τελευταίο της δίσκο να μην βάλει καν ένα όνομα αλλά μόνον το πρόσωπό της. Σαν να μπορεί ο ακροατής μόνον αυτό να αναγνωρίσει. Το θεωρώ προσβλητικό και υποτιμητικό για τον ακροατή. Γι’ αυτό και νομίζω ότι εμείς από πλευρά μας οφείλουμε να το προσπαθούμε να υπάρχουν όλα τα ονόματα εκείνων που συμβάλλουν στα τραγούδια».
Να πάλι χαθήκαμε με τα τρίγωνα και τις κρίσεις και δεν ξεκινήσαμε με την προϊστορία. Ο Γιάννης Βασιλόπουλος, λοιπόν, διεκδικεί μια ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία. Και δη από τα 13 του. Το Δεκέμβριο του 2011. Όταν πρωτοδημοσίευσε σε ένα προσωπικό του ιστολόγιο ένα κείμενο ποταμό και «κατηγορώ» για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ας μην είμαστε τόσο κομ-ιλ-φό. Ας πούμε τα πράγματα απλά. Δημοσίευσε ένα κείμενο για το φέισμπουκ. «Όταν μπαίνεις στο fb βλέπεις μια φράση: “Το fb ενώνει τους ανθρώπους”. Ειρωνία. Διότι κάνει το ακριβώς αντίθετο. Αποστασιοποιεί (σ.σ.: το έχει ο Γιάννης Βασιλόπουλος να χρησιμοποιεί πιο σπάνιες λέξεις) τους ανθρώπους», μου λέει για τα πρώτα του βήματα στα συναρμοσμένα «σκεπτόμενα», καταγγελτικά εν μέρει, κείμενα ο μικρούλης ήρωας της ιστορίας μας.
Ανεξάρτητα από το αν αργότερα αυτό το κείμενο, μαζί με άλλα του προσωπικού του ιστολογίου (http://giannisvassilopoulos.blogspot.gr/) πέρασαν σε έναν τόμο – από τη Μικρή Άρκτο – υπό τον (δικαιολογημένο, μάλλον) τίτλο «Αδιανόητα διαφορετικοί», ο 13χρονος Γιάννης τότε δεν είχε άλλον τρόπο να επικοινωνήσει το κείμενο παρά μόνο την προσωπική του ζέση. «Όπου και να βρισκόμουν έλεγα σε όσους συναντούσα «μπείτε να διαβάσετε το κείμενό μου». Πήρα ένα τριαντάφυλλο από ένα ανθοπωλείο, το φωτογράφισα και το έβαλα στο ιστολόγιο. Και πήγα στον ανθοπώλη και του είπα να δει στο Διαδίκτυο το ρόδο του και να διαβάσει το κείμενο που στόλισε αυτό». Όλα για την επικοινωνία, δηλαδή. Την επαφή.
«Το 2012 (σ.σ.: στα 14, δηλαδή) προσπάθησα να γράψω τα πρώτα μου στιχάκια. Κανένας όμως δεν μπορούσε να τα καταλάβει. Ήταν δύσκολο να επικοινωνήσουν. Ήταν κρυπτικά». Τον σταματάω. Άλλη μια μάλλον σπάνια – για 18χρονο τουλάχιστον – λέξη. «Κάποτε είχα και έναν φάκελο στο κομπιούτερ μου που πετούσα μέσα ωραίες, σπάνιες λέξεις, για να τις χρησιμοποιήσω κάποτε. Αφήστε, οι γονείς μου είχαν τρομάξει. Το παιδί τους έγραφε πράγματα που δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς». Σαν τα στιχάκια για ένα αγόρι που από μια αιώρα («που συμβολίζει την παιδική ηλικία») πετούσε πράγματα σε ένα πηγάδι («αυτό είναι η βουτιά στα βαθιά που κάνουμε καθώς μεγαλώνουμε»).
Και όταν λέμε γονείς του, εννοούμε τον πατέρα του που σπούδασε Ιατρική – με ειδικότητα ακτινολόγου. Κρατούσε δε επιστημονικά συγγράμματα σε ένα δωματιάκι. Κι εκεί, παρότι δεν τα καταλάβαινε ο μικρός Γιάννης, διάβαζε π.χ. για τη Θεωρία της Σχετικότητας στα «Περισκόπια». «Η μητέρα μου», λέει, «από τα 16 της εργαζόταν. Το πιο μεγάλο μέρος της ζωής της ως χειρίστρια ακτινολόγος στο ΙΚΑ. Εκεί, στο ακτινολογικό, τρία υπόγεια κάτω από τη γη γνωρίστηκαν».
Πάνω από την επιφάνεια της γης, δίπλα στο δωματιάκι με τα συγγράμματα του πατέρα του, γεννήθηκαν όμως οι στίχοι, που έγιναν τραγούδι όταν γνωρίστηκε με τον Σπύρο Παρασκευάκο και τη Δήμητρα Σελεμίδου στην «Τέταρτη Ακρόαση» της Μικρής Άρκτου (το 2013, όταν πήγαινε πρώτη Γυμνασίου), για το «Μαμά, Μπαμπά». Στίχοι τολμηροί, που έμελλε να ακουστούν και στο πιο πρόσφατο Gay Pride (σε ενορχήστρωση Γιώργου Ανδρέου):
«Αμήχανη η συζήτηση, κυλά μηχανικά / Τα νέα μας ρωτάμε, μπαμπά, μα είν’ η ευχή σου / Τα λόγια μας μη φτάσουνε στα πιο σημαντικά. / Θα ήσασταν περήφανοι που είμαι το παιδί σας / Αν είχα για ζωή μου τη δική σας τη ζωή; / Το βλέμμα σας το κράτησα, αλλού όμως κοιτάζω / Μαμά, μπαμπά, λυπάμαι, δεν σας μοιάζω».
Τολμηροί και σκληροί. Όταν τους πρωτοδιάβασαν οι γονείς του σταμάτησαν να μιλάνε για δύο μέρες, θυμάται. «Μου έκοψαν την καλημέρα. Όμως, έχουμε το καλό ότι μιλάμε πια πολύ ανοιχτά μεταξύ μας. Μετά από εκείνο το σοκ τα βρήκαμε καλύτερα. Μου είπαν ότι το πιο σημαντικό είναι πως είναι παρόντες σε αυτό που κάνω. Κι αυτό μας ένωσε. Τους ήθελα κοντά μου και κάπως έτσι τους διεκδίκησα».
Το «Μαμά, Μπαμπά» είναι τολμηρό, κατά τον ίδιο, και για έναν άλλο λόγο. «Επειδή αντιλαμβάνεται το θάνατο πιο ωμά». Και αποκλείει την λογική της τεκνοποίησης ως συνέχεια της ζωής. Στο στυλ φτιάχνω έναν απόγονο για να μην πεθάνω ποτέ και να συνεχίσει στη θέση μου. «Φοβόμαστε το θάνατο, γι’ αυτό. Και θέλουμε ο γιός να μοιάζει στον πατέρα», μου λέει με λιγότερη φόρα.
Η φωνή του αποκτά ήχο μεγάλης χαράς όταν μου το εκμυστηρεύεται: «Φέτος απόκτησα την πρώτη μου σχέση. Ερωτεύτηκα πάρα πολύ. Πρέπει να το πω. Στα Χανιά. Οι συμμαθητές και οι φίλοι με κατέκριναν μέχρι τώρα που δεν είχα σχέση. Το έβρισκα όμως πολύ επιπόλαιο αυτό που έκαναν εκείνοι. Όλο αυτό μου φαινόταν σαν κρυφτό». Και να που από τα προσωπικά του βιώματα γυρίζουμε, πίσω, στο κρυφτούλι – που αποφεύγει τη σκέψη στο σκάκι – του «Μόνου». Στο τραγούδι με το οποίο ξεκίνησε η ιστορία μας.
Όπως και πίσω από τη διάθεση του 18χρονου ήρωά μας να πιάσει από το χέρι τον έρωτά του, στο δρόμο, γεννήθηκε ο «Βασιλιάς Απρίλιος»:
«Όλα ως εδώ ήταν ο δρόμος προς το χέρι σου / Και στο κρατάω τρυφερά βράδυ – πρωί / Κι ενώ αντικρίζω σαν πατρίδα μου τα μέρη σου / Παίρνω ανάσα απ’ τη δική σου αναπνοή».
Το θεωρεί, λέει, άδικο να μην μπορεί να το πιάνει το χέρι, για λόγους «κοινωνικούς». Και στο τραγούδι ελευθερώνεται, λοιπόν, να το κάνει. Αν και αυτό έχει κι άλλη προϊστορία. Γράφτηκε σαν απάντηση σε εκείνο το παλιό, των Λίνας Νικολακοπούλου – Σταμάτη Κραουνάκη (στο «Απόψε πουθενά» του 1984): «Αγάπη μου, που δεν μπορώ / Αυτά που θέλω να σου δίνω δεν μπορώ / Στους δρόμους όπου περπατώ / Πρέπει το χέρι σου ν’ αφήνω και στον κόσμο μέσα να περνώ». «Είναι άδικο», ξαναλέει. «Αυτή η πολιτική διάσταση του έρωτα δεν με εξέφραζε ποτέ. Ήθελα να δω να διατυπώνεται μια αντίθετη άποψη». Έτσι έγραψε το τραγούδι. «Ώστε να το ακούσει κάποιος και να μου πει «Θέλω να σου κρατώ το χέρι»…».
Και για τα τρία σκέλη του τριγώνου που προαναφέραμε, το Τραγούδι είναι «το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον». Ζουν γι’ αυτό. «Δεν είναι τρόπος βιοπορισμού με κανέναν τρόπο». Άλλωστε κάνουν διαφορετικές δουλειές για να… συντηρούν το Τραγούδι και τις πρόβες τους. Ο Γιάννης Βασιλόπουλος ξεκίνησε – στα 17 του – να εργάζεται για τη «Μικρή Άρκτο» και τώρα πια είναι ταμίας σε θέατρο. Ο Σπύρος Παρασκευάκος δουλεύει ένα περίπτερο. «Θέλουμε να συντηρούμαστε τόσο που να μην κάνουμε εκπτώσεις. Στο καλλιτεχνικό μέρος. Αυτό!» Όπως θεωρεί ότι δεν μπορεί ένας ποιητής (δεν χρησιμοποίησε τη λέξη στιχουργός) ή ένας συνθέτης να μην σχολιάζει αυτό που ζούμε. Ή να μην έχει πολιτική θέση. Και κάτι τελευταίο: «Θέλουμε να σπάσουμε τα δεσμά με ο,τιδήποτε προηγούμενο. Όχι για να μην το κοιτάμε στα μάτια. Αλλά ακριβώς για να μπορέσουμε κάποτε να το δούμε στα μάτια».
Ιnfo
Η «Τρίτη έξοδος live» των Γιάννη Βασιλόπουλου – Σπύρου Παρασκευάκου, με τη Δήμητρα Σελεμίδου, από τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου στο PassPort (Κεραμεικού 58 και Μαραθώνος, Αθήνα) στις 21:00. Μαζί τους τη Δευτέρα 6/11 ο Φοίβος Δεληβοριάς και οι Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης. Τη Δευτέρα 13/11 οι Παυλίνα Βουλγαράκη και Μυρτώ Βασιλείου.