Αουτς! Αυτή η ήττα (69-74) από τη Ρωσία πόνεσε πολύ. Είναι κρίμα να χάνεις το πιο καθοριστικό ματς της τελευταίας οκταετίας, αν και βρισκόσουν 11 πόντους μπροστά στο 24′. Είναι κρίμα, όταν -για ένα ημίχρονο- έχεις εξουδετερώσει τον καλύτερο παίκτη του αντιπάλου (Σβεντ). Οταν έχεις 61% στα δίποντα και 13 κλεψίματα. Οταν είσαι καταφανώς ανώτερη ομάδα, μέχρι οι δυνάμεις σου να σε εγκαταλείψουν. Είναι οδυνηρό να σου απαγορεύει την είσοδο στη ζώνη των μεταλλίων, ένα κωλο-rotation.
Η Εθνική είχε μυαλό, είχε ψυχή, όμως την πρόδωσαν τα πόδια. Με την πρόοδο του μοιραίου προημιτελικού, η Ελλάδα έσβηνε – ενώ η Ρωσία πετούσε. Επί 25 λεπτά, η ομάδα σε προκαλούσε να ονειρευτείς μεγαλεία. Στα υπόλοιπα, ένοιωθες ότι η όγδοη θέση ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να πάρει σε αυτό το αλλόκοτο Ευρωμπάσκετ.
Τα πρώτα σημάδια κόπωσης φάνηκαν όταν το 49-39 έγινε 51-51, μέσα σε ένα τρίλεπτο.
Ο Μπουρούσης έχασε δύο βολές και ένα λέι-απ που δοκίμασε ανενόχλητος.
Ο Καλάθης σούταρε airball από τα επτά μέτρα.
Ο Σλούκας και ο Πρίντεζης έδωσαν πάσες σε αντίπαλο.
Η κόπωση βαραίνει το σώμα, αλλά και δηλητηριάζει τη σκέψη. Εξ’ ου και οι 10/20 βολές, που είναι καθαρά θέμα συγκέντρωσης. Οι Ρώσοι είχαν 20/25.
Ο Κώστας Μίσσας αποφάσισε ότι η ομάδα έπρεπε να ζήσει ή να πεθάνει, αγωνιζόμενη ώς το τέλος με τους πέντε πιο έμπειρους παίκτες της. Μετά το παιχνίδι, ο κόουτς των Ρώσων, Σεργκέι Μπαζάρεβιτς, τον ευχαρίστησε δημοσίως γι’ αυτό το «δώρο». Στη δεκαετία των ’80s, που οι μπασκετμπολίστες της αρχικής πεντάδας έπαιζαν πάνω από 35 λεπτά και οι παγκίτες πατούσαν το παρκέ μόνον αν κάποιος από τους βασικούς συμπλήρωνε τέσσερα φάουλ, θα είχαμε νικήσει τους Ρώσους – και ο Νικ Καλάθης, που χθες έκανε το καλύτερό του παιχνίδι με το εθνόσημο, θα ήταν εθνικός ήρωας. Αλλά, στον καιρό μας, είναι σκέτος παραλογισμός -σε ένα τουρνουά με επτά αγώνες σε 14 μέρες- να πιστεύεις ότι θα καθαρίσεις όλα τα κρίσιμα ματς με μία χούφτα παίκτες.
Στον ημιτελικό του 1989 με τη Σοβιετική Ενωση, ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου είχε χρησιμοποιήσει μόλις έξι παίκτες – με μοναδική αλλαγή τον Καμπούρη στη θέση του Στεργάκου. Αλλά, πάνε σχεδόν 30 χρόνια από τότε. Το μπάσκετ έχει αλλάξει δραματικά. Οπως και ο κόσμος, άλλωστε. Τους χθεσινούς χρόνους συμμετοχής (Παπανικολάου 37′.24″, Καλάθης 36′, Σλούκας 35′.49″, Πρίντεζης 33′.51″, Μπουρούσης 32′.33″), τους βλέπαμε στο Ευρωμπάσκετ του ’87 και στον Αρη των Final-4 (1988-1990). Τους είδαμε και στα δυο προηγούμενα ματς της Εθνικής του Μίσσα. Αλλά, «μιά του κλέφτη, δυό του κλέφτη…».
«Προσπαθήσαμε τρεις φορές να αλλάξουμε παίκτες, όμως δεν είχαμε την ανάλογη υποστήριξη από τον πάγκο», δικαιολογήθηκε ο κόουτς στο τέλος του αγώνα. Στις αποκαλύψεις που μας χρωστάει -για το τι συνέβη αυτό το καλοκαίρι από το Καρπενήσι ώς το Ελσίνκι και την Κωνσταντινούπολη-, ας προσθέσει και μια εξήγηση. Γιατί το «πιο πλήρες ρόστερ των τελευταίων ετών» κατέληξε να χωριστεί σε πέντε αναντικατάστατους και επτά άχρηστους; Μήπως, επειδή οι παροπλισμένοι ξενερώνουν από ένα σημείο κι έπειτα; Σε κάθε περίπτωση, είναι ποτέ δυνατόν, ο Μάντζαρης ή ο Παππάς (για παράδειγμα), να βρουν ρυθμό μέσα στα δυο τρία λεπτά που έμπαιναν στο παρκέ;
Αν και απέφυγε «στο τσακ» τον ντροπιαστικό αποκλεισμό από τη φάση των Ομίλων, είναι ξεκάθαρο πως η Εθνική μας απέτυχε, για άλλη μία φορά. Η «επίσημη» αγαπημένη» συμπλήρωσε οκτώ χρόνια χωρίς να έχει προκριθεί στα ημιτελικά ενός μεγάλου τουρνουά. Είτε σε Ευρωμπάσκετ, είτε σε Παγκόσμιο ή προ-Ολυμπιακό. Ο χρόνος σταμάτησε στο 2009, στον Καζλάουσκας. Που τον λέγαμε… Υπνάουσκας, επειδή δεν είχαμε δει τα (πολύ) χειρότερα. Απέτυχε, κυρίως επειδή -αντί να αφοσιωθεί στις προπονήσεις και να δουλέψει πάνω στις αδυναμίες της- σπατάλησε την προετοιμασία της σε καβγάδες, μουρμούρες, μισόλογα και παρεξηγήσεις. Αυτό εξηγεί, εν πολλοίς, και το έλλειμμα δυνάμεων. Το ματς με τη Ρωσία δεν χάθηκε χθες, αλλά τον Αύγουστο.
Οι ευθύνες μοιράζονται στην Ομοσπονδία, στον προπονητή και στους παίκτες – ποτέ δεν φταίει ένας. Ο Βασιλακόπουλος και ο Τσαγκρώνης σχεδίασαν την «επιχείρηση Ευρωμπάσκετ 2017» στο πόδι, επί 15 μέρες έπαιξαν κρυφτό στην υπόθεση του Γιάννη Αντετοκούνμπο, άργησαν να προσλάβουν προπονητή και, όταν το έκαναν, δεν ήταν ο κατάλληλος. Η Εθνική πήγε στον «πόλεμο» σωματικά και πνευματικά απροετοίμαστη.
Ο Μίσσας έκανε ό,τι μπορούσε, όμως αυτό που μπορούσε δεν ήταν αρκετό. Πάνω απ’ όλα ξάφνιασε η ατολμία του στο κοουτσάρισμα, που έκανε την ομάδα απελπιστικά προβλέψιμη. Αν και χρόνια στο κουρμπέτι, με σημαντικές επιτυχίες στο βιογραφικό του, το μπάσκετ αυτού του επιπέδου τον έχει προσπεράσει. Η τελευταία ομάδα που κοουτσάρησε σε επίπεδο Ανδρών, ήταν η Χαλκίδα το 2007. Οσο για τους παίκτες, οι ευθύνες τους είναι αυτονόητες. Δεν φταίει μόνον ο Μίσσας, όπως στις προηγούμενες αποτυχίες δεν έφταιγαν μόνον ο Καζλάουσκας, ο Ζούρος, ο Τρινκιέρι και ο Κατσικάρης.
Το χθεσινό ήταν το τελευταίο παιχνίδι της Εθνικής με τη σύνθεση που την είδαμε σε αυτό το Ευρωμπάσκετ. Ετσι όπως τα θαλάσσωσαν η FIBA και η Euroleague, στην επόμενη αποστολή της -στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Κίνας- δεν θα είναι διαθέσιμοι οι οι NBAers και οι παίκτες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού (που αγωνίζονται στην Ευρωλίγκα). Ο Γιώργος Πρίντεζης, στα 32 του, είπε (χθες) πως δεν ξέρει αν θα καταφέρει να αγωνιστεί ξανά με το εθνόσημο στο στήθος. Εάν δεν παίξει τον Νοέμβριο (πράγμα μάλλον απίθανο), δύσκολα θα ξαναφορέσει το εθνόσημο στο στήθος. Στη θεωρία, τον Γιάννη Αντετοκούνμπο θα τον έχουμε στο Μουντομπάσκετ του 2019, εφόσον -βεβαίως- προκριθούμε. Στην πράξη, όμως, όσο η μετοχή του στο ΝΒΑ θα ανεβαίνει, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να του δώσουν την άδεια οι Αμερικανοί.
Στις 24 Νοεμβρίου θα δώσουμε τον πρώτο αγώνα της «νέας εποχής». Με ποιον προπονητή, με ποιούς παίκτες, κανένας δεν γνωρίζει. Το μόνο βέβαιο είναι πως στα «παράθυρα» του Μουντομπάσκετ -τους εμβόλιμους προκριματικούς- θα πάμε με Βασιλακόπουλο και Τσαγκρώνη. Το ίδιο και στο Ευρωμπάσκετ του 2021, ζωή να ‘χουν. Το ποιος θα είναι ο κόουτς, μικρή σημασία έχει – όπως λέει κι ο πρόεδρος.
Υ.Γ: Αλήθεια, γιατί ο κ. Βασιλακόπουλος αναχώρησε πρόωρα από το Ελσίνκι; Ποια υποχρέωσή του ήταν πιο σημαντική, από το να βρίσκεται στο πλευρό της Εθνικής στους αγώνες της στην Κωνσταντινούπολη; Οταν έπαιζε η εθνική ομάδα της Σερβίας, ήταν δίπλα της ο πρόεδρος Ντανίλοβιτς, ο Ομπράντοβιτς, ο Ιβκοβιτς, ο Μποντίρογκα, ο Τομάσεβιτς. Οταν έπαιζε η Ελλάδα, ήταν εκεί μόνον ο Τσαγκρώνης. Που είναι αμφίβολο αν έχει «μπιστήξει» μπάλα, όπως λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά.