Σοκ προκαλούν τα νέα ντοκουμέντα που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, για την τρελή πορεία αεροσκάφους της Air Canada κατά τη διαδικασία προσγείωσης στο διεθνές αεροδρόμιο του Σαν Φρανσίσκο τον περασμένο Ιούλιο.
Τα μεσάνυχτα της 7ης Ιουλίου ο πύργος ελέγχου στο Σαν Φρανσίσκο είχε δώσει άδεια προσγείωσης στο καναδικό Airbus που προερχόταν από το Τορόντο με 135 επιβάτες και πενταμελές πλήρωμα, όμως οι πιλότοι του αεροσκάφους μπέρδεψαν τον διάδρομο προσγείωσης με παράλληλο διάδρομο όπου βρίσκονταν σε θέση αναμονής τέσσερα αεροπλάνα για την απογείωσή τους.
Εντρομος ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας κάλεσε τους πιλότους να ακυρώσουν επειγόντως τη διαδικασία προσγείωσης και για λίγα δευτερόλεπτα απεφεύχθη μία από τις μεγαλύτερες -αν όχι η μεγαλύτερη- καταστροφή στην ιστορία της αεροπλοΐας.
Όπως αποφάνθηκαν οι εμπειρογνώμονες, το Airbus 320 της Air Canada βρέθηκε «σε πλευρική εγγύτητα εννέα μέτρων, από σταθμευμένο αεροσκάφος και για απόσταση 30, 60 και 90 μέτρων αντίστοιχα, απέφυγε σύγκρουση με άλλα τρία αεροσκάφη».
Στο ηχητικό ντοκουμέντο που δόθηκε στη δημοσιότητα, ακούγεται ο διάλογος του πληρώματος της Air Canada με τον πύργο ελέγχου.
«Απλά θέλω να επιβεβαιώσω, εδώ Air Canada 759, βλέπουμε κάποια φώτα στον διάδρομο εκεί. Επιβεβαιώνεται ότι είναι εντάξει να προσγειωθούμε;» ρωτά ο πιλότος, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα δεν αναφερόταν στον διάδρομο προσγείωσης, αλλά στα αεροσκάφη που ευθυγραμμίστηκαν στον παράλληλο διάδρομο Taxiway C περιμένοντας να απογειωθούν.
«Air Canada 759 επιβεβαιώνεται ότι ο διάδρομος 28 είναι εντάξει», απαντά ο πύργος ελέγχου, «δεν υπάρχει κανένας στον 28-Δεξιά εκτός από εσάς».
Λίγο αργότερα στο ίδιο ηχητικό μία φωνή λέει με αγωνία: «Πού πάει αυτός ο τύπος; Είναι στον Taxiway C!».
Ένας πιλότος της United Airlines που περίμενε να απογειωθεί για Σιγκαπούρη ακούγεται να λέει με τρόμο ότι η Air Canada «πετάει κατευθείαν πάνω μας».
Βάσει των πρωτοκόλλων ασφαλείας, τα αεροσκάφη πρέπει να πετούν σε απόσταση 1.000 ποδών μεταξύ τους (καθέτως), ενώ οριζοντίως, σε περίπτωση που ακολουθούν την ίδια πορεία, σε απόσταση τουλάχιστον 15 ναυτικών μιλίων.
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση πρέπει να απέχουν τουλάχιστον 5 ναυτικά μίλια μεταξύ τους, μία απόσταση που μπορεί να μειωθεί ακόμα περισσότερο όταν το αεροσκάφoς εισέρχεται στην ευθύνη των πύργων ελέγχου.
«Μπορείς να φανταστείς δύο αεροσκάφη να μπαίνουν σε διαδικασία προσγείωσης και αυτό που έπεται να πλησιάζει το πρώτο. Ενώ αυτό σημαίνει ότι είναι πιο κοντά απ’ όσο πρέπει βάσει των κανονισμών, το άλλο αεροπλάνο μπορεί να προσγειωθεί τελικά και να στρίψει από τον διάδρομο πριν καν το δεύτερο να έχει αρχίσει την προσγείωσή του», εξηγεί ο Μάρτιν Ρολφ, επικεφαλής της υπηρεσίας ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η εξέλιξη στην τεχνολογία GPS, εξηγεί, προσφέρει ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια στην παρακολούθηση των αεροσκαφών από τους πύργους ελέγχου, ενώ κάθε αεροπλάνο είναι πια εξοπλισμένο με συστήματα αποφυγής συγκρούσεων / Traffic Collision Avoidance Systems (TCAS).
«Ο αριθμός των περιστατικών όπου έχει σημάνει συναγερμός για την απόσταση ασφαλείας των αεροσκαφών, είναι απίστευτα μικρός», καθησυχάζει και ενδεικτικά αναφέρει ότι κάποιος διατρέχει πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο μπαίνοντας στο αυτοκίνητό του το πρωί για να πάει στη δουλειά του παρά όταν πετάει σε βρετανικό εναέριο χώρο».
Η χρήση του TCAS στα αεροσκάφη έγινε υποχρεωτική μόλις στα τέλη του ’90, πρώτα στις ΗΠΑ το 1993 και ακολούθως στην Ινδία το 1998, στην Ευρώπη, την Αυστραλία και το Χονγκ Κονγκ το 2000 και τέλος την Αργεντινή το 2014.
Πώς όμως η παρ’ ολίγον τραγωδία στο αεροδρόμιο του Σαν Φρανσίσκο αποφεύχθηκε για λίγα μόλις δευτερόλεπτα; Τι έφταιξε και τέθηκε σε άμεσο κίνδυνο η ζωή εκατοντάδων ανθρώπων; «Ηταν πολύ κοντά, πάρα πολύ κοντά», επιβεβαιώνει ένας από τους εμπειρογνώμονες που ανέλαβαν την έρευνα για το περιστατικό. Όπως σημειώνουν οι ειδικοί, το αεροσκάφος της Air Canada ήταν τόσο πολύ εκτός πορείας που δεν φαινόταν στο σύστημα που χρησιμοποιείται για την αποτροπή συγκρούσεων στα αεροδρόμια. Και αυτό γιατί τα συγκεκριμένα συστήματα δεν έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να εντοπίζουν αεροσκάφη τα οποία εισέρχονται στον διάδρομο αναμονής για την απογείωσή τους.