Στον κυριακάτικο τελικό του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών, η Χιλή παρατάχθηκε με όλα της τα «αστέρια» – που δεν είναι και λίγα. Εχασε, από τα «δεύτερα» της Γερμανίας. Από την πιο νεανική ομάδα που κατέκτησε, ποτέ, το τρόπαιο. Ο Γιόαχιμ Λεβ είχε εκπλήξει τους πάντες, όταν πήρε μαζί του στη Ρωσία όλους τους αναπληρωματικούς διεθνείς – και μόλις έναν παίκτη από τη… μόνιμη πρωταθλήτρια της χώρας του, Μπάγερν Μονάχου. Αποδείχτηκε πως είχε δίκιο, που εμπιστεύτηκε τους «μικρούς». Η Γερμανία πρόσθεσε στη συλλογή της το Confederations Cup, και έγινε η δεύτερη -μετά τη Γαλλία- που συμπλήρωσε το «τρεμπλ» των Κυπέλλων: Παγκόσμιο, Ευρωπαϊκό και Συνομοσπονδιών.
Λίγες μέρες νωρίτερα, στον τελικό του Euro Under-21, φαβορί ήταν η Ισπανία με τα πολυδιαφημισμένα «αστεράκια» της. Εχασε, από τη «μισή» γερμανική ομάδα των Ελπίδων. Τα «μικρά πάντσερ» σήκωσαν και αυτή την Κούπα, παρότι οι πέντε καλύτεροι παίκτες τους βρίσκονταν με τον Λεβ στη Ρωσία. Είχαν προκριθεί με 10/10 νίκες στα προκριματικά, ενώ για να φτάσουν στον Τελικό απέκλεισαν την Αγγλία (στα πέναλτι), με 38 τελικές προσπάθειες για γκολ στο ενεργητικό τους.
Οι Γερμανοί «τρελάθηκαν» – με το δίκιο τους. Ο επίσημος ιστότοπος της Μπουντεσλίγκα (γερμανικό πρωτάθλημα Α’ Κατηγορίας) στο Facebook παρουσίασε τέσσερις διαφορετικές εθνικές ενδεκάδες που «καμία χώρα στον Κόσμο δεν θα ήθελε να αντιμετωπίσει σε διεθνή διοργάνωση». Ηθελε να τονίσει το «βάθος» των επιλογών που διαθέτει ο Λεβ. Τόσα πολλά ταλέντα μαζί, η Γερμανία δεν είχε να επιδείξει ποτέ άλλοτε. Ούτε στις πιο ένδοξες ποδοσφαιρικές της εποχές. Και δεν πρόκειται για κάποια ευτυχή συγκυρία. Είναι το αποτέλεσμα μιας οργανωμένης προσπάθειας που μπήκε στις ράγες πριν από περίπου 18 χρόνια.
Το 1997 το γερμανικό ποδόσφαιρο είχε πατήσει την κορυφή της Ευρώπης με κάθε πιθανό τρόπο. Η Ντόρτμουντ κατέκτησε το Champions League, η Σάλκε το Κύπελλο UEFA, ενώ -ένα χρόνο νωρίτερα- η εθνική ομάδα της Γερμανίας του Μπέρτι Φογκτς είχε στεφθεί Πρωταθλήτρια Ευρώπης (Euro 1996). Αλλά, το 1998, συνέβη κάτι ασύλληπτο: η Κροατία, ένα συγκρότημα μόλις πέντε ετών (είχε γίνει μέλος της FIFA το 1993), συνέτριψε με 3-0 την τρεις φορές Πρωταθλήτρια Κόσμου και την πέταξε εκτός Μουντιάλ. Αυτή η σοκαριστική αποτυχία σήμανε συναγερμό. Η γερμανική ομοσπονδία ποδοσφαίρου έδρασε ακαριαίως, κάνοντας τη σωστή διάγνωση: η εθνική Γερμανίας είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε μια παρηκμασμένη και δίχως σπουδαίο ταλέντο ποδοσφαιρική ομάδα.
Τα όλο και περισσότερα χρήματα της τηλεόρασης που αγόραζαν τα δικαιώματα μετάδοσης των αγώνων του γερμανικού Πρωταθλήματος (Μπουντεσλίγκα) είχαν παίξει τον ρόλο τους. Οι σύλλογοι της χώρας ξόδευαν αλόγιστα για μετεγγραφές από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα οι ξένοι ποδοσφαιριστές να έχουν διπλασιαστεί μέσα σε πέντε χρόνια: από 17% (το 1992), σε 34% (το 1997). Το 2000, το ποσοστό αυτό σκαρφάλωσε στο 50%. Πού χώρος για τα ντόπια ταλέντα; Και πού μυαλό για τον εντοπισμό και την καλλιέργειά τους;
Η «επιχείρηση επανεκκίνηση» άρχισε τον Μάιο του 1999, με επικεφαλής τον Φραντς Μπεκενμπάουερ που, τότε, ήταν αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας. Το σχέδιο ήταν πιστή αντιγραφή -δεν είναι ντροπή- του γαλλικού μοντέλου, και είχε σκοπό να βρει και να αξιοποιήσει τα «ακατέργαστα διαμάντια» που (δεν μπορεί παρά να) υπήρχαν σε αυτή τη χώρα των 80 εκατομμυρίων ανθρώπων. Είχε δύο σκέλη. Το ένα ήταν η αναβάθμιση των ποδοσφαιρικών ακαδημιών. Το άλλο, η ενσωμάτωση -στις εθνικές ομάδες- των μεταναστών που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στη Γερμανία.
Στο project επενδύθηκαν περισσότερα από 500 εκατομμύρια ευρώ, σε βάθος 16-17 ετών. Πού πήγαν αυτά τα λεφτά; Στην κατασκευή ή τον εκσυγχρονισμό πάνω από 100 αθλητικών εγκαταστάσεων και προπονητικών κέντρων σε όλη τη χώρα, αποκλειστικώς για παιδιά 10-17 ετών. Στην πρόσληψη χιλίων εθνικών προπονητών, από την Ομοσπονδία, για να δουλέψουν (έξτρα από εκείνους των 26.000 ποδοσφαιρικών συλλόγων που αριθμεί η Γερμανία) με τα νέα ταλέντα. Στη μετατροπή 29 εκπαιδευτηρίων σε Ανώτατα Ποδοσφαιρικά Σχολεία. Και στην οικονομική ενίσχυση των συλλογικών ακαδημιών.
Η κίνηση – «ματ» των Γερμανών ήταν ο νέος κανονισμός που υποχρέωνε τις 36 ομάδες της Α’ και της Β’ Κατηγορίας να λειτουργούν ακαδημίες υψηλών προδιαγραφών (γήπεδα με προβολείς, παιδικές και νεανικές ομάδες με καθορισμένο αριθμό παικτών, πιστοποιημένους προπονητές, γυμναστές και γιατρούς), ως απαραίτητη προϋπόθεση για να εξασφαλίσουν άδεια συμμετοχής στα πρωταθλήματα. Για τους συλλόγους της Μπουντεσλίγκα, ήταν -και είναι- υποχρεωτικό να δαπανούν για τα τμήματα υποδομών τους τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ευρώ ετησίως.
Την εποχή που ομοσπονδιακός τεχνικός ήταν ο Γιούργκεν Κλίνσμαν -με βοηθό τον σημερινό προπονητή της Γερμανίας, Γιόαχιμ Λεβ- η Ομοσπονδία προνόησε και για μία ενιαία αγωνιστική ταυτότητα που θα έπρεπε να έχουν όλες οι ποδοσφαιρικές ακαδημίες, τόσο των εθνικών ομάδων όσο και των συλλόγων. Να διδάσκονται, δηλαδή, όλα τα παιδιά στη χώρα περίπου το ίδιο στιλ παιχνιδιού. Ο Κλίνσμαν συναντήθηκε -τρεις φορές- με τους τεχνικούς και των 36 ομάδων Α’ και Β’ Κατηγορίας, και τους ζήτησε προτάσεις. Από τα 10-12 σημεία στα οποία (σχεδόν) όλοι συνέπεσαν, προέκυψε το «γερμανικό μοντέλο» των επόμενων ετών: γρήγορο, επιθετικό παιχνίδι, με έλεγχο της μπάλας, πίεση κοντά στην περιοχή του αντιπάλου, εναλλαγή θέσεων και δημιουργικότητα από τους ποδοσφαιριστές.
Μία ομάδα τεχνικών της Ομοσπονδίας -μεταξύ των οποίων και ο σημερινός προπονητής της Εθνικής Ελλάδας, Μίχαελ Σκίμπε- ανέλαβε να κωδικοποιήσει αυτά τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά σε έναν αναλυτικό οδηγό που μοιράστηκε σε όλα τα κλιμάκια των μικρών εθνικών ομάδων και στις ακαδημίες των συλλόγων, ώστε να δουλεύουν όλοι στα πρότυπα που είχαν συμφωνηθεί για την εθνική Ανδρών. Η Μπάγερν Μονάχου, η Χέρτα, η Γκλάντμπαχ, η Κολωνία, ήταν ελεύθερες να παίξουν όπως επιθυμούσαν οι προπονητές τους. Αλλά, στις παιδικές και νεανικές τους ομάδες, ήταν υποχρεωμένες να διδάσκουν το «γερμανικό μοντέλο». Ετσι, η ενσωμάτωση των νεαρών παικτών που επιλέγονταν για τις εθνικές όλων των ηλικιών, ήταν απλή υπόθεση.
Από αυτή την παραγωγική διαδικασία αναδείχτηκαν δεκάδες διεθνείς, όπως ο Οζίλ, ο Κεντίρα, ο Ρόις, ο Γκέτσε, ο Μπόατενγκ, ο Νόιερ, ο Κρόος, ο Τόμας Μίλερ, ο Σβάινστάιγκερ, ο Χούμελς, ο Χέβεντες, ο Ποντόλσκι, ο Μπέντερ, ο Μπαντστούμπερ… Οι σύλλογοι της Μπουντεσλίγκα άρχισαν -και πάλι- να εμπιστεύονται τους γηγενείς ποδοσφαιριστές. Η ποιότητα του γερμανικού πρωταθλήματος ανέβηκε κατακόρυφα. Χωρίς τις «τρελές» μετεγγραφές των Αγγλων, των Ισπανών, των Ιταλών ή των Γάλλων, οι Γερμανοί έφτασαν να στέλνουν δύο ομάδες τους στον τελικό του Champions League (2013).
Με τους μετανάστες υπήρξαν προβλήματα, παρότι η χρησιμοποίηση «ξένων» -κυρίως πολωνικής καταγωγής- δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στην εθνική Ανδρών της Γερμανίας. Δεν αντέδρασαν μόνον οι ακροδεξιοί, αλλά και το κόμμα της Ανγκελα Μέρκελ. Η ίδια η Καγκελάριος, το 2008, είχε αντιταχθεί στην ιδέα να καλείται στη nationalmanshaft «κάθε καρυδιάς καρύδι». Αλλά, μόλις άρχισαν να έρχονται οι επιτυχίες, η μία πίσω από την άλλη, οι ενστάσεις… πήγαν περίπατο. Ο τηλεοπτικός φακός έχει συλλάβει πολλές φορές την Ανγκελα στο γήπεδο να πανηγυρίζει, μέσα στο γνωστό ταγιεράκι της, τα γερμανικά γκολ των «υιοθετημένων» διεθνών. Στο Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής (2010), 11 από τους 23 ποδοσφαιριστές της αποστολής δεν ήταν «βέροι» Γερμανοί.
Το πόσο καθοριστική ήταν εκείνη η «τομή» που επιχείρησε η γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία το 1999, αποδείχτηκε από τα «στραπάτσα» που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Στα Euro του 2000 και του 2004, τα «πάντσερ» δεν κατάφεραν, καν, να προκριθούν από τους Ομίλους. Και το 2002 η Γερμανία έφτασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Απω Ανατολής χάρη στους «ηρωισμούς» του Μίχαελ Μπάλακ και του τερματοφύλακα Καν, με μία σειρά από διόλου πειστικά 1-0.
Εξι επτά χρόνια μετά την εφαρμογή του, το σχέδιο άρχισε να αποδίδει. Η Γερμανία ήταν στους «4» του Μουντιάλ 2006, φιναλίστ στο Euro 2008, τρίτη στο Μουντιάλ 2010, και ημιφιναλίστ στο Euro 2012. Κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 με τον χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας στα μεταπολεμικά χρόνια. Σε κάθε μεγάλο τουρνουά μετά το 2006, φτάνει τουλάχιστον μέχρι τους ημιτελικούς. Μεταξύ 2008 και 2010, οι Γερμανοί στέφτηκαν Πρωταθλητές Ευρώπης σε όλες τις ηλικίες: στους Παίδες, στους Νέους και στις Ελπίδες. Το 2007 κατέλαβαν την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Νέων του Καναδά. Η εθνική ομάδα Κ-21 του 2009 που πήρε το Ευρωπαϊκό στο Μάλμε, απαρτιζόταν εξ ολοκλήρου από παίκτες των ακαδημιών. Πέντε χρόνια αργότερα έγινε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια στους Ανδρες, αφού -προηγουμένως- είχε ρίξει επτά γκολ στη Βραζιλία.
Υπερδύναμη του ποδοσφαίρου, η Γερμανία ήταν από πολύ παλιά. Μόνον η Βραζιλία έχει κερδίσει περισσότερα τουρνουά. Αλλά, ποτέ στο παρελθόν δεν έπαιξε τόσο καλή μπάλα, ποτέ δεν υπήρξε τόσο δημοφιλής έξω από τη χώρα της, όσο την τελευταία δεκαετία. Από τότε που έπαψε να αφήνει την εμφάνιση των σούπερ-σταρ στην τύχη και άρχισε να τους παράγει στα ποδοσφαιρικά της «εργοστάσια», η εθνική της δεν είναι -απλώς- η ομάδα που στο τέλος κερδίζει χάρη στην υπερφυσική αντοχή της. Είναι μία πολυεθνική της μπάλας που ο Κόσμος άρχισε να θαυμάζει. Ισως και να τη συμπαθεί, πια.