Ενας ποδοσφαιρικός αγώνας διαρκεί 90 λεπτά, συν τις καθυστερήσεις. Η δράση όμως, πολύ λιγότερο. Ούτε μία ώρα, σύμφωνα με τους ειδικούς. Οι θεατές και η τηλεόραση, που πληρώνουν το υψηλού επιπέδου αθλητικό θέαμα όλο και πιο ακριβά, δυσανασχετούν. Οι σκοπιμότητες μειώνουν τον «καθαρό» χρόνο του παιχνιδιού. Οι ομάδες ενδιαφέρονται, πρωτίστως, για τη νίκη. Αλλά οι πελάτες τους απαιτούν περισσότερη μπάλα, απ’ όση τους προσφέρουν. Πώς μπορούν να την έχουν;
Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο (International Football Association Board) έχει την απάντηση: μειώστε τη διάρκεια των ματς στα 60 λεπτά (δύο ημίχρονα της μισής ώρας) και, ταυτοχρόνως, καταργήστε τα «νεκρά» διαστήματα κάθε αγώνα – τις διακοπές και κάθε είδους καθυστέρηση. Η λύση βρίσκεται στο χρονόμετρο του διαιτητή. Αυτή είναι η πρότασή του προς τη FIFA, κι αν η διεθνής συνομοσπονδία την κάνει δεκτή, το ποδόσφαιρο του (εγγύς) μέλλοντος θα είναι πολύ διαφορετικό από το σημερινό.
Το πρότζεκτ του IFAB φέρει την κωδική ονομασία «Play Fair!» και αποτελεί «μία ήρεμη επανάσταση, με στόχο να κάνουμε το σπορ ακόμη καλύτερο», όπως εξήγησε στους Times ο τεχνικός του διευθυντής, Ντέιβιντ Ελερεϊ, παλιός άγγλος διεθνής διαιτητής. Περιλαμβάνει αλλαγές που μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς καμία μετατροπή στους κανονισμούς -δηλαδή αμέσως, με μερικές οδηγίες που θα δοθούν στους ρέφερι- αλλά και κάποιες καινοτόμες ιδέες που θα πρέπει πρώτα να συζητηθούν και να δοκιμαστούν στην πράξη. Το σχέδιο έχει δύο σκέλη: την εξάλειψη των διακοπών του αγώνα και την επιτάχυνση της ροής του.
Βεβαίως, διακοπές δεν γίνεται να μην υπάρχουν. Γίνεται, όμως, να μην προσμετρώνται στον χρόνο του παιχνιδιού. Ο διαιτητής θα σταματά το χρονόμετρό του κάθε φορά που η μπάλα θα βγαίνει εκτός αγωνιστικού χώρου, και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
-σε εκτέλεση πέναλτι: από τη στιγμή που καταλογίζεται, μέχρι να εκτελεστεί
-σε γκολ: από τη στιγμή που σημειώνεται, μέχρι η ομάδα που το δέχτηκε να κάνει σέντρα
-σε τραυματισμό: από τη στιγμή που ο παίκτης θα ερωτηθεί εάν χρειάζεται βοήθεια, μέχρι το παιχνίδι ν’ αρχίσει ξανά
-σε κόκκινη και κίτρινη κάρτα: από τη στιγμή που ο διαιτητής τη δείχνει σε κάποιον παίκτη, μέχρι το παιχνίδι ν’ αρχίσει ξανά
-σε αλλαγή: από τη στιγμή που ο διαιτητής θα δώσει σήμα για να αντικατασταθεί ένας παίκτης από έναν άλλον, μέχρι το παιχνίδι ν’ αρχίσει ξανά
-σε φάουλ: από τη στιγμή που θα «σφυριχτεί», μέχρι να δοθεί το σήμα για την εκτέλεσή του.
Τα προτεινόμενα μέτρα για την επιτάχυνση της δράσης είναι αυτά που αλλάζουν εντελώς τη μορφή του παιχνιδιού:
– Φάουλ και κόρνερ χωρίς ελεύθερο χτύπημα ή πάσα: Οι εκτελεστές θα έχουν την επιλογή να τρέξουν με την μπάλα στα πόδια, σαν να έχουν κάνει πάσα στον εαυτό τους (κάτι που επιτρεπόταν από τους πρώτους κανονισμούς, το 1863).
– Εκτέλεση φάουλ, χωρίς η μπάλα να είναι στημένη: Ο παίκτης που δέχθηκε το φάουλ, θα μπορεί να συνεχίσει με κίνηση προώθησης ή ντρίμπλα, επιταχύνοντας το παιχνίδι, ακόμα κι αν η μπάλα είναι εν κινήσει.
– Ελεύθερη επαναφορά από άουτ εντός περιοχής: Ο τερματοφύλακας ή ένας αμυντικός θα μπορεί να επαναφέρει την μπάλα από το άουτ με πάσα σε συμπαίκτη που βρίσκεται εντός περιοχής, στην οποία κανένας αντίπαλος δεν θα έχει το δικαίωμα να μπει πριν από την εκτέλεση. Αυτή η αλλαγή θα μειώσει τις «τυφλές» βαθιές μπαλιές από τους τερματοφύλακες, που καθυστερούν το παιχνίδι.
– Η ελεύθερη επαναφορά από άουτ θα μπορεί να γίνει χωρίς να χρειάζεται να «στηθεί» η μπάλα, ενώ ακόμα κινείται.
Οι νομοθέτες του ποδοσφαίρου επεξεργάζονται κι άλλες αλλαγές, που πιστεύουν ότι θα κάνουν το ποδόσφαιρο πιο δίκαιο και θα υποχρεώσουν τις ομάδες να σέβονται τους αξιωματούχους του αγώνα. Ιδού οι πιο σημαντικές από αυτές:
– Θα κατακυρώνεται το γκολ που ο αμυνόμενος επιχείρησε να αποσοβήσει χρησιμοποιώντας το χέρι του, πάνω ή κοντά στη γραμμή τέρματος, ακόμη κι αν η μπάλα δεν «μπήκε μέσα» (αντί να δοθεί πέναλτι, το οποίο μπορεί να μην καταλήξει σε γκολ).
– Ενας παίκτης που σκοράρει με το χέρι, θα τιμωρείται με κόκκινη κάρτα (όπως εκείνος που αποτρέπει ένα γκολ με το χέρι).
– Ο τερματοφύλακας που πιάνει εσκεμμένα την μπάλα από πάσα ή πλάγιο άουτ συμπαίκτη του, θα τιμωρείται με πέναλτι (και όχι με έμμεσο φάουλ).
– Για να αποφευχθεί το φαινόμενο της εκτέλεσης πέναλτι με πολλούς παίκτες να έχουν εισβάλει στην περιοχή πρόωρα, σε περίπτωση που ο τερματοφύλακας αποκρούσει την μπάλα ή αυτή χτυπήσει στο δοκάρι, το παιχνίδι δεν θα συνεχίζεται. Εάν η εκτέλεση δεν κατέληξε σε γκολ (ή άουτ), ο διαιτητής θα δίνει ελεύθερο.
– Στη διαδικασία των πέναλτι, οι εκτελέσεις θα γίνονται με το σύστημα «ΑΒΒΑ». Μετά το πρώτο πέναλτι της Α ομάδας θα εκτελεί δύο στη σειρά η Β ομάδα, κι έπειτα δύο η Α, κ.ο.κ. Την αλλαγή αυτή την υπαγορεύουν μελέτες που δείχνουν ότι η ομάδα που εκτελεί πρώτη σε κάθε «ζευγάρι» πέναλτι αποκτά ψυχολογικό πλεονέκτημα έναντι εκείνης που εκτελεί δεύτερη σε κάθε γύρο.
– Ο διαιτητής θα σφυρίζει τη λήξη, του αγώνα ή του ημιχρόνου, μόνον εφόσον η μπάλα έχει βγει εκτός παιχνιδιού. Ετσι, οι διαιτητές δεν θα ανακόπτουν πολλά υποσχόμενες επιθέσεις στις καθυστερήσεις, και οι επιτιθέμενες ομάδες θα έχουν έξτρα κίνητρο να συνεχίζουν την προσπάθειά τους να σκοράρουν. Κάποτε, σε Μουντιάλ, διαιτητής σφύριξε τη λήξη ενώ ένας βραζιλιάνος παίκτης είχε σουτάρει και η μπάλα ταξίδευε προς την αντίπαλη εστία…
– Μόνον ο αρχηγός θα μπορεί να προσεγγίσει τον διαιτητή, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για κάποια αμφισβητούμενη απόφασή του. Θα προβλέπεται πρόστιμο ή αφαίρεση βαθμών για την ομάδα που περικυκλώνει διαιτητές. Εάν ένας αναπληρωματικός ποδοσφαιριστής δεχθεί κόκκινη κάρτα, οι αλλαγές που θα επιτρέπεται να κάνει η ομάδα του θα μειωθεί κατά μία.
Κοσμογονία… made in England. Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο απαρτίζεται από τεχνοκράτες της FIFA και των τεσσάρων βρετανικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών. Οι Βρετανοί εφηύραν τους κανόνες του αθλήματος και τους κωδικοποίησαν σε κανονισμούς – μην το ξεχνάμε. Ως… μετρ του είδους, λοιπόν, είναι αυτοί που εισηγούνται τις αλλαγές. Οι προτάσεις θα περάσουν, τους επόμενους μήνες, από διάφορες επιτροπές και διαβουλεύσεις, ώστε στην ετήσια γενική συνέλευση (της FIFA) του 2018 να αποφασιστεί ποιές θα εφαρμοστούν και ποιές όχι. Πάντως, το «αφεντικό» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, ο Τζιάνι Ινφαντίνο, έχει αποδείξει τη μεγάλη του αδυναμία στις καινοτομίες.