Ο Ολυμπιακός κατέκτησε τον τίτλο του 2017 (44ο στην ιστορία του, 19ο στα τελευταία 21 χρόνια και έβδομο διαδοχικό) επειδή έκανε τις περισσότερες νίκες (21) – έστω μία παραπάνω από τον δευτεραθλητή ΠΑΟΚ. Επειδή «πέταξε» λιγότερους βαθμούς απ’ όσους οι ανταγωνιστές του. Επειδή εκμεταλλεύτηκε τη δύναμη της έδρας του. Επειδή εμφάνισε την πιο παραγωγική επίθεση και την πιο αποτελεσματική άμυνα του πρωταθλήματος. Επειδή πέντε φορές ανέτρεψε το σκορ σε παιχνίδια του που πήγαν να «στραβώσουν» – κάτι που δεν κατάφεραν όλοι οι υπόλοιποι (ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ) μαζί.
Τον κατέκτησε χωρίς να ενθουσιάσει -με την μπάλα που έπαιξε- ούτε τους δικούς του οπαδούς, χωρίς να πλησιάσει, καν, την εξαιρετική απόδοση που είχε πέρυσι, ιδίως στο πρώτο μισό της χρονιάς του Μάρκο Σίλβα, γεμίζοντας το «Γεώργιος Καραϊσκάκης» με σχετική δυσκολία. Τον κατέκτησε αλλάζοντας πέντε προπονητές μέσα στη σεζόν, κάνοντας τραγικά λάθη στην προετοιμασία και τον προγραμματισμό, πουλώντας -θέλοντας και μη- τους καλύτερους παίκτες του, λόγω του Financial Fair Play, με ήττες που δεν… χωνεύονταν και με μπόλικη γκρίνια από τους οπαδούς του, ακόμη και σε πολλές από τις νίκες του. Τον κατέκτησε, θα έλεγε κανείς, με την κεκτημένη ταχύτητα των παρελθόντων ετών. Με την τεχνογνωσία του «επαγγελματία» πρωταθλητή.
Κι όμως, γι’ αυτόν τον τίτλο ο Ολυμπιακός ετοιμάζει την πιο φανταχτερή φιέστα των τελευταίων ετών. Ακριβώς επειδή κατακτήθηκε με πολύ κόπο. Με τη δική του ομάδα αποδυναμωμένη -να παίζει σε πολλά ματς με «παιδάκια»- με τους ανταγωνιστές του πιο ισχυρούς και, κυρίως, με το περιβάλλον εχθρικό για πρώτη φορά εδώ και μια εικοσαετία. Μετά την πτώση της αλήστου μνήμης ΕΠΟ του «θείου» (Γκιρτζίκη) και την εγκατάσταση της προσωρινής διοικούσας επιτροπής στην Ομοσπονδία (στα μέσα του περασμένου Οκτωβρίου), η προσπάθεια των διαιτητών να μη φανεί ότι τον ευνοούν, ήταν πρόδηλη. Οσο ήταν, προηγουμένως, η ανησυχία τους μήπως ο κυρ-Σάββας τους κατηγορήσει ότι τον αδικούν. Με ένα πρώην επαγγελματικό στέλεχος της ΑΕΚ κι ένα του ΠΑΟΚ στη διοίκηση του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Ολυμπιακός χάρηκε αυτό το Πρωτάθλημα περισσότερο από κάθε άλλο μετά το 1996.
Αλλά, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ο εφετινός αυτοκαταστροφικός, κακοφτιαγμένος Ολυμπιακός κράτησε τον θρόνο του, ήταν η ανυπαρξία των αντιπάλων του -κυρίως στο πρώτο μισό της σεζόν- και όχι τόσο η δική του ποιότητα. ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ πίστεψαν ότι η αλλαγή καθεστώτος στην ΕΠΟ αρκεί για να τον βγάλει από το κάδρο, ως λογική απόρροια της θεωρίας τους ότι, όλα αυτά τα χρόνια, τα Πρωταθλήματα τα σάρωνε μόνο με τη διαιτησία. Η πρεμούρα τους ήταν να τον αποδυναμώσουν στο παρασκήνιο, κι όχι να φτιάξουν ομάδες καλύτερες από τη δική του. Οταν κατάλαβαν το λάθος τους, στα μισά της σεζόν, ήταν αργά. Από το 1997 κι έπειτα, που η Ομοσπονδία δεν ελέγχεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, όποιος την έχει φίλη περνάει καλά – αυτό είναι αλήθεια. Η εύνοια της ΕΠΟ δίνει πόντους, όμως τίτλο -από μόνη της- δεν δίνει.
Ο ΠΑΟΚ τερμάτισε έξι βαθμούς πίσω. Στην πραγματικότητα τρεις, εάν συνυπολογίσουμε τους -3 με τους οποίους μπήκε στην κούρσα. Θα μπορούσε, άνετα, να «χτυπήσει» τον τίτλο, όμως ξόδεψε έναν ολόκληρο γύρο χωρίς να έχει βρει λύση στο πρόβλημα του γκολ. Η ομάδα που δημιούργησε τις περισσότερες ευκαιρίες από κάθε άλλη (422), έχασε ένα σωρό τζάμπα βαθμούς επειδή δεν κατάφερνε να βάλει την μπάλα στο απέναντι τέρμα. Οταν κατέφθασε ο Πρίγιοβιτς (εννέα γκολ με τη φανέλα του ΠΑΟΚ), όλα άλλαξαν. Πριν αποκτηθεί ο 27χρονος γκολτζής, βασικός φορ ήταν ο Κλάους Αθανασιάδης. Εγινε ο πρώτος επιθετικός στην ιστορία του ΠΑΟΚ που δεν σκόραρε σε ένα ολόκληρο πρωτάθλημα, παίζοντας πάνω από 20 ματς (έπαιξε σε 21), μετά τον Κωστίκο το 1978. Ξέρετε πόσους βαθμούς συγκέντρωσε ο «Δικέφαλος» στον δεύτερο γύρο; Οσους ο Ολυμπιακός στον πρώτο (38). Τους περισσότερους από κάθε άλλη ομάδα.
Μπορούσε να τον έχει πάρει και ο Παναθηναϊκός. Αλλά, η διαιτητική εύνοια υπέρ του Ολυμπιακού τον είχε απορροφήσει τόσο πολύ, που δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι χρειάζεται προπονητή. Κρίμα τη μεγάλη οικονομική υπέρβαση του Γιάννη Αλαφούζου το περασμένο καλοκαίρι… Στα εννέα πρώτα ματς της σεζόν, ο Αντρέα Στραματσόνι συγκέντρωσε μόλις 15 βαθμούς (τέσσερις νίκες, τρεις ισοπαλίες και δύο ήττες). Στη συνέχεια, με τον Μαρίνο Ουζουνίδη στον πάγκο του, ο Παναθηναϊκός μάζεψε 42 βαθμούς σε 21 παιχνίδια (12 νίκες, έξι ισοπαλίες και τρεις ήττες), έχοντας πετύχει 30 γκολ και έχοντας δεχθεί μόλις 11, ενώ δεν έχασε κανέναν αγώνα με τους άλλους τρεις «μεγάλους» στο Πρωτάθλημα.
Η ΑΕΚ «την πάτησε» δυο φορές στο θέμα του προπονητή: μια με τον Κετσπάγια και μια με τον Μοράις. Στα μέσα Ιανουαρίου οι φίλοι της… είχαν πέσει σε κατάθλιψη βλέποντας την ομάδα τους έβδομη στη βαθμολογία, με πέντε νίκες, επτά ισοπαλίες και τέσσερις ήττες. Οταν, πια, προσέλαβε έναν… κανονικό προπονητή, σε συνδυασμό με τις χειμερινές προσθήκες (Αραούχο, Αϊντάρεβιτς, Βράνιες), σε 14 αγώνες συγκέντρωσε 31 βαθμούς, με μόλις μια ήττα (από τον Παναθηναϊκό στο 90′). Εάν το Πρωτάθλημα άρχιζε την ημέρα που ανέλαβε ο Χιμένεθ, η ΑΕΚ θα ήταν δεύτερη (τέσσερις βαθμούς πίσω από τον ΠΑΟΚ). Πίστεψε, κι αυτή, ότι αρκούσε η πτώση της αμαρτωλής ΕΠΟ, και μέχρι τη μέση της σεζόν έπαιζε με φορ τον «καλό στρατιώτη» Αραβίδη. Τελικώς, τερμάτισε με έναν βαθμό λιγότερο από πέρυσι (που η διαιτησία την καταδίωκε). Στην ουσία με τέσσερις λιγότερους, αφού την περασμένη σεζόν της είχαν αφαιρεθεί τρεις βαθμοί.
Το Πρωτάθλημα που ολοκληρώθηκε την Κυριακή, ήταν πολύ πιο ανταγωνιστικό από τα προηγούμενα. Ιδίως από το περυσινό, το οποίο είχε κριθεί από τις 28 Φεβρουαρίου, και είχε λήξει με τον πρωταθλητή (Ολυμπιακό) να έχει… 30 βαθμούς διαφορά από τον δεύτερο (Παναθηναϊκό). Ηταν και πολύ πιο «ήσυχο», έπειτα από τα φοβερά επεισόδια που είχαν συγκλονίσει το προηγούμενο, προφανώς επειδή δεν κυριάρχησε η αίσθηση της διατεταγμένης αδικίας. Οχι τυχαίως, οι μεγαλύτερες ταραχές σημειώθηκαν, εφέτος, στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», που εδώ και πολλά χρόνια υπήρξε… μοναστήρι. Αλλά ήταν και διδακτικό.
Το επόμενο πρωτάθλημα θα το κατακτήσει όποιος έμαθε το μάθημά του καλύτερα από τους υπόλοιπους. Είναι βολικό να μιλάς για τη «χούντα της αριστερής κυβέρνησης» που… σε έχει βάλει στο μάτι, ή για τα «σταγονίδια» της παλιάς ΕΠΟ που, ακόμα, αλοιώνουν τα αποτελέσματα. Αλλά, οι ομάδες γίνονται καλύτερες με την αυτοκριτική – όχι με τα επικοινωνιακά παραμύθια που πουλάνε στους οπαδούς τους.