Επικαιρότητα

Ποια είναι η αλήθεια για το πλεόνασμα;

Η αποθησαύριση από πλευράς κυβέρνησης 6,9 δισ. ευρώ που αποτελεί το πλεόνασμα του 2016 έγινε πάνω σε ένα βουνό από απλήρωτους λογαριασμούς. Και κάποιοι διακρίνουν σε αυτό πολιτικές σκοπιμότητες και ενδεχομένως προεκλογικές παροχές
Protagon Team

Το σχόλιο της σαββατιάτικης Handelsblatt για το πλεόνασμα-μαμούθ του 3,9% που εμφάνισε η ελληνική κυβέρνηση, χαρακτηριστικό του γενικότερου προβληματισμού: «Ο έλληνας υπουργός Οικονομικών μπορεί να είναι υπερήφανος για το πλεόνασμα, αλλά κάθεται σε βουνό από απλήρωτους λογαριασμούς. Προμηθευτές και πάροχοι υπηρεσιών περιμένουν εδώ και χρόνια να εξοφληθούν. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί άγγιζαν τα 4,55 δισ. ευρώ στο τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου και τα  5,05 δισ. ευρώ στο τέλος Φεβρουαρίου συν τον ΦΠΑ ύψους 1 δισ. ευρώ», σημείωσε η γερμανική εφημερίδα.

Είναι μια άλλη ανάγνωση που δεν θέλει να κάνει ούτε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ούτε φυσικά το Μαξίμου, που δια του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου πανηγύριζε χθες, Παρασκευή, για την επίτευξη πλεονάσματος πολλαπλάσιου του μνημονιακού στόχου του 0,5% για το 2016 και έφθανε στο σημείο να υποστηρίξει ότι «σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες του προγράμματος το πρωτογενές πλεόνασμα κλείνει στο 4,19%»!

Πώς επιτεύχθηκε λοιπόν αυτό το εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα; Πώς βρέθηκε η κυβέρνηση με ένα «μαξιλάρι» 6,9 δισ. ευρώ; Κατ’ αρχάς με υπερφορολόγηση: ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος και όλα τα άλλα που γονάτισαν την αγορά από τον Σεπτέμβριο και μετά (εξ ου και η επιστροφή στην ύφεση). Κατά δεύτερον με την σταθερή απροθυμία του κράτους να πληρώσει τις υποχρεώσεις του προς τους ιδιώτες (οι απλήρωτοι λογαριασμοί που αναφέρει η Handelsblatt). Είναι μια τακτική που η κυβέρνηση συνεχίζει και το 2017 όταν σύμφωνα με τα στοιχεία για κάθε ένα ευρώ που πληρώνει, δημιουργεί νέες υποχρεώσεις 1,14 ευρώ!

Αυτή η τακτική αποθησαυρισμού στραγγάλισε ακόμα περισσότερο την αγορά και οδήγησε την οικονομία σε αρνητικούς δείκτες για το τέταρτο τρίμηνο του 2016, εντείνοντας παράλληλα το ήδη οξύ πρόβλημα της ανεργίας.

«Εάν το πλεόνασμα ήταν 1% θα είχαμε διπλασιάσει το στόχο και τα υπόλοιπα θα έμεναν στην πραγματική οικονομία και στην ανάπτυξη, δηλαδή θέσεις εργασίας» σχολίασε η Ντόρα Μπακογιάννη, τομεάρχης Οικονομίας και Ανάπτυξης της ΝΔ.

Αυτά τα 6,9 δισ. ευρώ όντως έλειψαν από την αγορά και την οικονομία. Το κράτος εισέπραττε υπερβολικούς φόρους αλλά δεν πλήρωνε τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του. Κλείδωνε τα χρήματα σε ένα μπαούλο. Για ποιο λόγο;

Οι αναλυτές έσπευσαν να αποδώσουν τη δημιουργία ενός τέτοιου πλεονάσματος σε λόγους διαπραγματευτικούς. Οτι με το «μαξιλάρι» των 6,9 δισ. ευρώ, ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του θα έχουν την άνεση να μην αποδέχονται ως την τελευταία στιγμή τους σκληρούς όρους που τους επιβάλλουν οι δανειστές και να λένε ότι μπορούμε να αποπληρώσουμε ως χώρα τις δόσεις των δανείων το καλοκαίρι χωρίς να χρειαζόμαστε τις… δόσεις του προγράμματος διάσωσης. Αυτό δεν είναι και τόσο ασφαλές, καθώς η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στο πώς θα αποπληρωθούν τα δάνεια προς αυτήν.

Αλλοι όμως έσπευσαν να δουν σε αυτήν την αποθησαύριση από πλευράς κυβέρνησης των 6,9 δισ. ευρώ μια ξεκάθαρη πολιτική σκοπιμότητα: η κυβέρνηση βρίσκεται ξαφνικά με χρήμα που θα μπορεί να μοιράσει -ή έστω να υποσχεθεί- ως προεκλογική παροχή σε μια ενδεχόμενη πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, περί το φθινόπωρο, όταν θα έχουν τελειώσει και οι γερμανικές εκλογές και θα πρέπει να φτιάξει έναν προϋπολογισμό γεμάτο μέτρα για το 2018. Το τέχνασμα ήδη δοκιμάστηκε με την περίφημη πλέον «13η σύνταξη» του κ. Τσίπρα, μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες στοχευμένες κοινωνικές ομάδες που είναι δεξαμενές πιθανών ψηφοφόρων (βλέπε συμβασιούχοι του Δημοσίου).

Ανομολόγητος αλλά υπαρκτός ο σκοπός των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ; Ετσι τον ερμηνεύει ένα μέρος του πολιτικού συστήματος. Χαρακτηριστικό το σχόλιο από την Ωρα Αποφάσεων (Αννα Διαμαντοπούλου, Γιάννης Ραγκούσης, Γιώργος Φλωρίδης): «Το πλεόνασμα του κ. Τσίπρα δεν προήλθε από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, αλλά από την αφαίμαξή της και τη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητάς της. Το πολιτικό ερώτημα είναι γιατί επιδίωξαν με τέτοιο πάθος αυτό το πλεόνασμα σε βάρος της οικονομίας και της κοινωνίας; Για ποιους ανομολόγητους σκοπούς θέλουν να το χρησιμοποιήσουν;».

Το Ποτάμι από την πλευρά του ήταν αρκούντως επιθετικό και σχολίασε ότι η κυβέρνηση αντί να πανηγυρίζει για το υψηλό πλεόνασμα «θα έπρεπε να ντρέπεται».

«Πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% σημαίνει υπερφορολόγηση της Ελλάδας που (ακόμη) εργάζεται και παράγει, αύξηση των προκαταβολών φόρου στις επιχειρήσεις, στους αγρότες και στους ελεύθερους επιχειρηματίες, μη αποπληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου (τον Δεκεμβρίου τα ληξιπρόθεσμα ανέρχονταν στα 4,554 δισ. – τον Φεβρουάριο έφτασαν τα 5,048 δισ.) και καθυστέρηση επιστροφών ΦΠΑ (ανάμεσα σε αυτές και επιστροφές 1 δισ. που δεν έχουν επεξεργαστεί από τις ΔΟΥ – ο μέσος χρόνος αναμονής για την επιστροφή ΦΠΑ ξεπερνά τις 350 ημέρες ενώ υπάρχουν επιχειρήσειςπου περιμένουν την επιστροφή ΦΠΑ 4,5 χρόνια)» εξήγησαν από τη Σεβαστουπόλεως.

Από το ΠΑΣΟΚ, η Φώφη Γεννηματά είπε ότι «δεν μπορεί να πανηγυρίζει κανείς όταν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών πλησιάζουν τα 100 δισ. ευρώ, οι οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία τα 18 δις ευρώ και τα κόκκινα δάνεια εκτοξεύονται στα 110 δισ. ευρώ».

Η δε Νέα Δημοκρατία, με ένα λιτό σχόλιο του εκπροσώπου της Βασίλη Κικίλια, απογύμνωσε το αφήγημα περί υψηλού πλεονάσματος.

«Εάν τα πράγματα στην οικονομία πήγαιναν καλά, κανείς δεν θα ζητούσε πρόσθετα μέτρα για τα επόμενα χρόνια.
Αλλά το πρωτογενές πλεόνασμα του κ. Τσίπρα οφείλεται στην καταστροφή της πραγματικής οικονομίας και συγκεκριμένα:

– Στην υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με μέτρα άνω των 5 δισ. μόνο για το 2016.
– Στην εκτόξευση των κατασχέσεων και των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης.
– Σε μια γενικευμένη εσωτερική στάση πληρωμών προς τον ιδιωτικό τομέα».