Ο Γιάννης Στουρνάρας βρίσκεται για πολλοστή φορά στο επίκεντρο της (ανέξοδης) κριτικής της κυβέρνησης για τις θέσεις του επί της οικονομικής πολιτικής – και πολύ περισσότερο για το εκσυγχρονιστικό παρελθόν του που «ενοχλεί». Σε κάθε περίπτωση όμως λειτουργεί ως προπομπός ειδήσεων που λίγο ως πολύ επηρεάζουν τη ζωή όλων – που και πάλι «ενοχλούν». Αυτό συνέβη το βράδυ της Πέμπτης.
Μίλησε το βράδυ στο συνέδριο του Economist για το ασφαλιστικό μας σύστημα που «τρίζει» παρά τις 13 (!) αλλεπάλληλες περικοπές συντάξεων στα χρόνια των μνημονίων και βεβαίως τον ισοπεδωτικό νόμο Κατρούγκαλου;
«Οι μεταρρυθμίσεις του 2015 και του 2016 είχαν επιχειρήσει να περιορίσουν τις συνταξιοδοτικές παροχές, αλλά προέβλεπαν εξαίρεση των ήδη συνταξιούχων μέχρι τον Ιούλιο του 2018. Ως εκ τούτου, το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής επωμίστηκαν οι νέες γενιές συνταξιούχων με περισσότερα έτη υπηρεσίας, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η σχέση παροχών-εισφορών και να δημιουργούνται ζητήματα δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών. Το σύστημα δεν μπορεί πλέον να αυτοχρηματοδοτηθεί μέσω αύξησης των εισφορών καθώς οδηγούν σε μείωση του ΑΕΠ», είπε.
Και ιδού η «ενοχλητική» σύμπτωση.
Την ώρα που εκφωνούσε τον λόγο αυτό ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος στην Αθήνα, οι βοηθοί των υπουργών Οικονομικών που μετέχουν στο EuroWorking Group βρισκόταν σε τηλεδιάσκεψη με κέντρο τις Βρυξέλλες προκειμένου να συμφωνήσουν στις τελευταίες «λεπτομέρειες» της τεχνικής συμφωνίας για το ελληνικό ζήτημα.
Το κεντρικό σημείο διαφωνιών ήταν η απαίτηση του ΔΝΤ για πιο δραστικές περικοπές στις (παλαιές) συντάξεις, αυτές ακριβώς που περιέγραψε ο κ. Στουρνάρας. Ο λόγος είναι ότι οι παλαιές συντάξεις να εξισωθούν με τις χαμηλότερες συντάξεις των απόμαχων του μέλλοντος στους οποίους πέφτουν τα βάρη της μεταρρύθμισης Κατρούγκαλου.
Αυτό είναι και το «κλειδί» της όποιας συμφωνίας προκειμένου να κλείσει η διαπραγμάτευση με τους δανειστές που κοντεύει να… χρονίσει.
Πώς άλλαξε η ζωή μας
Ο κ. Στουρνάρας με γλαφυρό τρόπο περιέγραψε πώς τα τελευταία χρόνια άλλαξε η ζωή εκατομμυρίων Ελλήνων.
«Οι ανησυχίες για την προβλεπόμενη εκρηκτική αύξηση των δαπανών για συντάξεις μακροπρόθεσμα, σε συνδυασμό με τις έντονες δημοσιονομικές και χρηματοδοτικές πιέσεις (τη χρεοκοπία της χώρας), οδήγησαν σε μια συνολική μεταρρύθμιση των συστημάτων κύριας ασφάλισης το 2010. Η μεταρρύθμιση του 2010 καθιέρωσε αυστηρότερους κανόνες για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης (π.χ. αύξησε την ηλικία πρόωρης συνταξιοδότησης και τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης στο 60ό και το 65ο έτος αντίστοιχα, αύξησε τα απαιτούμενα έτη καταβολής εισφορών από 35 σε 40) και επίσης εισήγαγε μια μεταρρύθμιση μέσω ενός ενιαίου, λιγότερο δαπανηρού, τύπου υπολογισμού της σύνταξης, που προβλεπόταν να εφαρμοστεί από το 2015. Ο τύπος αυτός καθόριζε μια βασική σύνταξη και μια αναλογική που αντιστοιχούσε στο ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που έχει καταβάλει ο εργαζόμενος επί των αποδοχών του σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου του (και όχι στα πέντε καλύτερα έτη της τελευταίας δεκαετίας, που ίσχυε προηγουμένως).
Συνολικά, η μεταρρύθμιση ενίσχυε τη σχέση μεταξύ εισφορών και παροχών και μείωνε τη γενναιοδωρία των συντάξεων.
Το 2011 και το 2012 νομοθετήθηκαν περαιτέρω μεταρρυθμίσεις με στόχο τη συγκράτηση των συνταξιοδοτικών δαπανών. Αυτές περιλάμβαναν
-την κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης για όλους τους συνταξιούχους,
-το πάγωμα των συντάξεων σε ονομαστικούς όρους έως το 2016,
-την περικοπή των συντάξεων ύψους άνω των 1.000 ευρώ το μήνα και
-την αύξηση του ορίου πρόωρης συνταξιοδότησης και της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης στο 62ο και το 67ο έτος αντίστοιχα.
Το σύστημα περιλάμβανε έναν κανόνα βιωσιμότητας, ο οποίος, για ένα πλήρως διανεμητικό σύστημα, ουσιαστικά απαιτούσε τη διατήρηση μηδενικού ελλείμματος κάθε χρόνο.
Οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις του 2010 και του 2012 αναμενόταν να οδηγήσουν σε σημαντική μείωση της προβλεπόμενης αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών για την περίοδο 2010-2060 από 12,5% του ΑΕΠ σε μόλις 1,3% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόστηκαν πιστά: ο ενιαίος τύπος υπολογισμού για τις κύριες συντάξεις και ο κανόνας μηδενικού ελλείμματος
των επικουρικών ταμείων δεν εφαρμόστηκαν όπως είχε σχεδιαστεί».
Εδώ φτάνουμε σε αυτό που ισχυρίζεται το ΔΝΤ ζητώντας νέες περικοπές.
Σύμφωνα με την Eurostat οι συνολικές μεταβιβάσεις προς τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης από άλλους τομείς της γενικής κυβέρνησης στη χώρα μας ανήλθαν σε 7,1% του ΑΕΠ το 2015 (έναντι 3,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ).
Τη διαφορά αυτή απαιτεί κατ΄ ουσίαν το ΔΝΤ να διορθώσει η κυβέρνηση για να φτάσει και η Ελλάδα στον μέσο ευρωπαϊκό όρο της κρατικής επιχορήγησης προς τα ταμεία.
Ούτε ο νόμος Κατρούγκαλου με τη βασική σύνταξη των 384 ευρώ, ούτε οι περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και το ΕΚΑΣ, ούτε η αλλαγή της βάσης υπολογισμού των εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.
Ετσι φτάνουμε στο σήμερα, στομ Μάρτιο του 2017, με τη δεύτερη αξιολόγηση να βρίσκεται σε εξέλιξη και το Ασφαλιστικό να εξακολουθεί να αποτελεί μια βασική προτεραιότητα στο πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων.
Ολα αυτά οδηγούν σε ένα νέο κύκλο περικοπών συντάξεων σταδιακά τα επόμενα χρόνια.
Στη γλώσσα των τεχνοκρατών, αυτή που ομιλεί και ο κ. Στουρνάρας η κατάσταση που θα βιώσουμε περιγράφεται ως εξής:
«Αυτές οι δημοσιονομικές πιέσεις μπορεί να καταστεί αναγκαίο να μετριαστούν μέσω αναπροσαρμογών σε ορισμένες συντάξεις. Και τούτο διότι, ορισμένες συνταξιοδοτικές παροχές στην Ελλάδα παραμένουν σχετικά γενναιόδωρες, με βάση τόσο τα ελληνικά όσο και τα διεθνή δεδομένα»….