Το ασφαλιστικό σύστημα παρά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει με τα προηγούμενα μνημόνια παραμένει δαπανηρό και γενναιόδωρο υποστήριξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο 1ο ασφαλιστικό συνέδριο του Economist. Kατά συνέπεια, είπε, μπορεί να καταστεί αναγκαίο να υπάρξουν αναπροσαρμογές σε ορισμένες συντάξεις. «Eνα επαρκές και, ταυτόχρονα, βιώσιμο αμιγώς κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα δεν είναι οικονομικά εφικτό υπό τις παρούσες συνθήκες στην Ελλάδα».
Ο κ. Στουρνάρας προτείνει πολιτικές που περιλαμβάνουν την παράταση του εργασιακού βίου και την αύξηση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, την ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης ή τη συμπλήρωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που συσσωρεύονται στο πλαίσιο της δημόσιας ασφάλισης με παροχές από τον ιδιωτικό τομέα, κοινώς με προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης.
Κατά τον κ. Στουρνάρα, η γενναιοδωρία του συστήματος αντανακλάται στη μεγάλη συμμετοχή της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς και στα υψηλά ακαθάριστα ποσοστά αναπλήρωσης σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ακαθάριστο ποσοστό αναπλήρωσης ήταν περίπου 81% στο τέλος του 2013, το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ και σχεδόν 30 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Το 2014 οι δαπάνες για τις συντάξεις γήρατος στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες μεταξύ των χωρών της ΕΕ (13,3% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 9,8% του ΑΕΠ στην ΕΕ-28).
Και παράλληλα, στην εποχή των μνημονίων, το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής που προκύπτει από τις τελευταίες μεταρρυθμίσεις επωμίστηκαν οι νέες γενιές συνταξιούχων με περισσότερα έτη υπηρεσίας, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η σχέση παροχών-εισφορών και να δημιουργούνται ζητήματα δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών.
Ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι το κράτος δεν θα πρέπει να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών και τάχθηκε υπέρ ενός συστήματος επαγγελματικής ασφάλισης .
Αίσθηση προκάλεσε, όμως η παρέμβαση του Γιάννη Στουρνάρα και όσον αφορά στο κόστος του προϋπολογισμού για τις δαπάνες Υγείας. «Αναπόφευκτα ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να διαδραματίσει ολοένα σημαντικότερο ρόλο στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών για υπηρεσίες υγείας. Αν η πρώτη προτεραιότητα είναι η παροχή υπηρεσιών σε όλους, τότε δεν μπορούν να παρέχονται όλες οι υπηρεσίες υγείας. Μια αποδεκτή, αλλά μικρότερου εύρους, προσέγγιση θα ήταν να γίνεται διάκριση μεταξύ αφενός «αναγκών», και σ’ αυτή την κατεύθυνση να επιδιωχθεί η παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πολίτες, και αφετέρου «επιθυμιών», που μπορεί να αφορούν ιατρικές ή και μη ιατρικές υπηρεσίες, οι οποίες, παρότι οι ασθενείς τις θεωρούν σημαντικές, συμβάλλουν μόνο έμμεσα στην υγεία του πληθυσμού», τόνισε χαρακτηριστικά.